Ο σχολικός εκφοβισμός (bullying) συνιστά μορφή επιθετικής συμπεριφοράς που αναπτύσσεται στο σχολικό περιβάλλον και αποκτά ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις στη σημερινή εποχή.

Παρόλο που σαν φαινόμενο επισημαίνεται και καταγράφεται τη δεκαετία του 1970, ασφαλώς η γέννησή του είναι προγενέστερη καθώς η βίαιη εκδήλωση συμπεριφορών στα πλαίσια της σχολικής ζωής προϋπήρχε αλλά δεν είχε αισθητοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που να γίνει αντικείμενο επισταμένης έρευνας.

Εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους και ως όρος χρησιμοποιείται για βίαιες ή επιθετικές πράξεις που ασκούνται επανειλημμένα από ένα παιδί ή από μια ομάδα παιδιών εναντίον ενός συμμαθητή τους, με απώτερο στόχο να του προκαλέσουν σωματικό ή και ψυχικό πόνο και αναστάτωση. Έχει τη μορφή: του λεκτικού εκφοβισμού (προσβολές, παρατσούκλια, διάδοση φημών, υβριστικά σχόλια, κοροϊδία, διακρίσεις, σεξουαλικά σχόλια), της σωματικής βίας (χτυπήματα, σπρωξίματα, κλωτσιές, σπρώξιμο κ.α), του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης από ομαδικές δραστηριότητες και του ηλεκτρονικού εκφοβισμού (απειλητικές εκφράσεις μέσω του Διαδικτύου, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και μηνυμάτων στο κινητό τηλέφωνο).

Η Εταιρία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου μετά από έρευνα που πραγματοποίησε σε συνεργασία με τη Παιδαγωγική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αγόρια είναι πιο συχνά θύτες και θύματα της εκφοβιστικής συμπεριφοράς που εμφανίζεται στο σχολικό περιβάλλον, Συνήθως χρησιμοποιούν τον άμεσο εκφοβισμό και επιτίθενται σωματικά ενώ τα κορίτσια χρησιμοποιούν τον έμμεσο εκφοβισμό διαδίδοντας φήμες, ασκώντας κοινωνική κριτική και αποκλείοντας παιδιά από ομαδικές δραστηριότητες.

Οι αιτίες που οδηγούν νέους μαθητές στην υιοθέτηση απειλητικών ενεργειών εναντίον των συνομηλίκων τους ασφαλώς είναι ποικίλες:

α) Η επιθυμία των θυτών να αποκτήσουν δημοφιλή εικόνα μέσω της επιβλητικής συμπεριφοράς τους. Θεωρούν ότι διαθέτουν την ικανότητα και την ευχέρεια να κατευθύνουν τις επιλογές των συμμαθητών τους με γνώμονα την προσωπική τους αξιολόγηση και δημιουργούν την αίσθηση στον περίγυρό τους ότι αν δεν συμπλεύσουν με τα κριτήριά τους θα είναι αντιμέτωποι με το μένος τους.

β) Η προσπάθειά τους να εξοβελίσουν πρόσωπα που διαθέτουν διαφορετικά γνωρίσματα και δεν ακολουθούν τα πρότυπα εμφάνισης, σκέψης και συμπεριφοράς που οικειοποιείται η πλειοψηφία των εφήβων. Στην πραγματικότητα εκδηλώνουν την αποστροφή τους σε αυτό που τους δίνει την αίσθηση του αλλιώτικου και του διαφοροποιημένου από εκείνο που επικρατεί.

γ) Η σαθρές αξίες και τα διαβρωμένα ιδανικά μιας σκληρής σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας που τους δημιουργούν συσσωρευμένη οργή και επιθετική διάθεση. Οι αλλοτριωμένες ανθρώπινες σχέσεις ενός καταναλωτικού συστήματος που προβάλλει την αίσθηση της υπεροχής του ατόμου με κριτήριο την υλιστική καταξίωση και όχι με βάση τον πλούτο των ανθρωπιστικών αρχών, είχαν ως αποτέλεσμα την επιφανειακή και συγχυσμένη συγκρότηση της προσωπικότητας κάποιων νέων ανθρώπων.

δ) Τα λανθασμένα πρότυπα συμπεριφοράς που προβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε και συχνά κατευθύνουν τους νέους στην άκριτη υιοθέτηση ενεργειών που τους προσφέρουν την ψευδαίσθηση ότι αποκτούν δύναμη και υπεροχή γιατί επιβάλλουν τη θέλησή τους στους ανίσχυρους. Η βία παρουσιάζεται ηρωποιημένη και θεωρείται εύλογη η αποδοχή και η χρήση της.

ε) Η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας μέσα από ένα στείρο, άγονο και απομνημονευτικό εκπαιδευτικό περιβάλλον που δημιουργεί συναισθήματα καταπίεσης, αρνητισμού και αντίδρασης με θύματα όσους είναι ευάλωτοι αποδέκτες της οργής. Οι εκφοβιστές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος δράσης σε σχολικούς χώρους που οι σχέσεις εκπαιδευτικών και μαθητών είναι αποκομμένες από την υγιή παιδαγωγική διαδικασία.

στ) Οι διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις που μπορεί να χαρακτηρίζονται από την αδιάφορη έως την υπερπροστατευτική στάση των γονέων προς τα παιδιά ή ακόμα και από παραδείγματα βίαιων και επιθετικών συμπεριφορών. Οι θύτες του σχολικού εκφοβισμού προσπαθούν με τις ενέργειές τους είτε να καλύψουν το κενό της ελλειματικής προσοχής και φροντίδας που είχαν στο οικογενειακό περιβάλλον τους, είτε να δηλώσουν με δυναμισμό την παρουσία τους όταν έχουν γίνει αποδέκτες μιας καταπιεστικής υπερπροστατευτικής συμπεριφοράς από τους γονείς τους. Επίσης ενδέχεται να αναπαράγουν με μιμητική προσήλωση την επιθετική και βίαιη στάση των συγγενικών τους προτύπων.

Οι συνέπειες από την ύπαρξη του σχολικού εκφοβισμού είναι πολυεπίπεδες και σημαντικές;

  • Η χρήση και η αποδοχή της βίας ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ των παιδιών και ως τρόπος επίλυσης των προβλημάτων και των διαφορών τους, επιδρά στην κοινωνικοποίησή τους. Στο σχολικό περιβάλλον καλλιεργείται κλίμα φόβου, ανασφάλειας, διαρκούς αγωνίας και άγχους με αποτέλεσμα να ανακόπτεται η ικανότητα της μάθησης και να αναπτύσσονται αντικοινωνικές μορφές συμπεριφοράς.
  • Οι μαθητές-θύτες εξοικειώνονται με το συστηματικό εκφοβισμό των άλλων και αποκτούν σταθερά χαρακτηριστικά ανυπακοής, απειθαρχίας και βίαιης πρόκλησης. Η εμπλοκή τους σε παραβατικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές τους απομακρύνει σταδιακά από τη σχολική δράση και μπορεί μακροπρόθεσμα να τους κάνει ευάλωτους και επιρρεπείς σε αρνητικές επιδράσεις. Είναι πιθανό να διατηρήσουν την εκφοβιστική συμπεριφορά τους και κατά την ενηλικίωσή τους χωρίς να μπορούν να αναπτύξουν και να διατηρήσουν εποικοδομητικές κοινωνικές σχέσεις.
  • Οι μαθητές που θυματοποιούνται παρουσιάζουν συμπτώματα άγχους, χαμηλής αυτοεκτίμησης, έλλειψη αυτοπεποίθησης,  συναισθήματα κατωτερότητας, αρνητικής αυτοκριτικής ακόμη και κατάθλιψης. Διαταράσσεται η ψυχοσωματική τους υγεία και αποσύρονται από την ενεργό σχολική δράση καθώς ενδέχεται να εμφανίσουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις, μαθησιακές δυσκολίες, τάση παραίτησης και μελαγχολία. Το σχολικό περιβάλλον μετατρέπεται σε ένα στρεσσογόνο και άξενο χώρο που δεν τους παρέχει κανένα κίνητρο για αυτοβελτίωση αλλά αποκτά εφιαλτικές διαστάσεις.
  • Διαταράσσεται η αρμονική συνύπαρξη των μελών της σχολικής κοινότητας καθώς προβάλλονται τα στοιχεία της εξουσιαστικής επιβολής, του πειθαναγκασμού, της παραβατικότητας και της ανομίας. Τα μέλη του σχολείου διαιρούνται σε αντίπαλα στρατόπεδα και ακόμη και εκείνοι που γίνονται απλοί παρατηρητές-θεατές του φαινομένου μετέχουν με τη σιωπηρή ανοχή τους στην παγίωση ενός αρνητικού κλίματος που εκθρέφει διαστεβλωμένες αρχές.
  • Οι εκπαιδευτικοί χάνουν την παιδαγωγική τους αξιοπιστία στα μάτια των μαθητών καθώς είτε αγνούν το μέγεθος των προβλημάτων, είτε παρουσιάζονται ανεπαρκείς για την πρόληψη και την αντιμετώπισή τους. Επομένως το σχολικό περιβάλλον μετατρέπεται σε αρένα επιβίωσης των ισχυρότερων με θύτες και θύματα να καθορίζουν την ποιότητα της καθημερινής σχολικής ζωής.

Οι τρόποι αντιμετώπισης του σχολικού εκφοβισμού οφείλουν να είναι καίριοι και συντονισμένοι:

  • Απαιτούνται δράσεις πρόληψης του φαινομένου σε επίπεδο σχολικού συστήματος και τάξης. Η ανάπτυξη ομαδοσυνεργατικών δράσεων ενθαρρύνει τους μαθητές να καλλιεργήσουν συναισθήματα αλληλοαποδοχής, αλληλεγγύης και υποστήριξης. Η διαδικασία της μάθησης δεν έχει το στερεότυπο χαρακτήρα της μετάδοσης γνωστικού φορτίου από τον εκπαιδευτικό αλλά δίνεται η ευκαιρία στους μαθητές να προχωρήσουν διερευνητικά και ανακαλυπτικά με πνεύμα συνεργασίας στο καινούριο και να προσεγγίσουν παράλληλα με βιωματικές διαδικασίες την προσωπικότητα των συμμαθητών τους. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά προχωρούν ενισχυμένα με λιγότερες προκαταλήψεις για το διαφορετικό και υιοθετούν μια διευρυμένη αντίληψη για την αποδοχή του.
  • Η πρόληψη είναι επιτακτική αναγκαιότητα και σε επίπεδο οικογενειακής δομής. Οι γονείς οφείλουν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους και να διαπλάθουν το χαρακτήρα τους με γνώμονα υγιείς ανθρωπιστικές αξίες και αρχές. Πρέπει να αξιοποιούν το διάλογο και να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη των έμφυτων κλίσεων και των ταλέντων τους. Είναι οφέλιμη η καλλιέργεια του σεβασμού προς τους συνανθρώπους και η επιβράβευση και αναγνώριση των προσπαθειών τους ώστε να ενισχύεται η αυτοεκτίμησή τους.
  • Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να ανανεώνουν όχι μόνο το γνωστικό δυναμικό τους αλλά και τις παιδαγωγικές δεξιότητές τους και να επιμορφώνονται για την αντιμετώπιση των φαινομένων που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της σχολικής κοινότητας και παρεμποδίζουν την κοινωνικοποίηση των μελών του.
  • Η ορθή αντιμετώπιση των περιστατικών του σχολικού εκφοβισμού απαιτεί επίσης την αγαστή συνεργασία των εκπαιδευτικών, των γονέων και κηδεμόνων αλλά και των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών και φορέων. Είναι χρήσιμη η αξιοποίηση συμβουλευτικών σταθμών, κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων, κέντρων που είναι στελεχωμένα με κατάλληλο προσωπικό (ψυχολόγους, θεραπευτές, ειδικούς παιδαγωγούς, κοινωνικούς λειτουργούς).
  • Η έκθεση των παιδιών στη συνεχή προβολή αρνητικών κοινωνικών προτύπων και επιθετικών ηρώων από τα μέσα ενημέρωσης και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια πρέπει να ελέγχεται από το γονεϊκό περιβάλλον και να αντικαθίσταται με δημιουργικές διεξόδους απασχόλησης όπως αθλητικές δραστηριότητες, καλλιτεχνικές απασχολήσεις κ.α.

Εργασία για το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού

Το σύγχρονο σχολικό περιβάλλον δέχεται ποικίλες επιδράσεις από πλήθος παραγόντων που καθορίζουν τη φυσιογνωμία του και το συνδέουν με την κοινωνική πραγματικότητα. Εύλογα η κοινότητα των μαθητών βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική σχέση με την περιρρέουσα κάθε φορά οικονομική, πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική διάσταση της ζωής. Φαινόμενα που παρουσιάζονται στην ευρύτερη κοινωνία εισρέουν και στο μαθητικό μικρόκοσμο και αποκτούν δική τους οντότητα και τρόπο έκφρασης.

Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί μια ανησυχητική εκδήλωση διατάραξης των ομαλών σχέσεων των μαθητών καθώς εμπεριέχει την εκτεταμένη χρονικά, σταθερή και επίμονη άσκηση βίας μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας. Αποκτά διάφορες μορφές με τις οποίες είναι εφικτό να εξωτερικευτεί η συσσωρευμένη διάθεση οργής των νέων. Είτε περιλαμβάνει τη λεκτική επίθεση (με κοροϊδευτικές εκφράσεις, διακρίσεις και σεξουαλικά σχόλια), είτε πρόκειται για τη κοινωνική διάστασή του (που εκδηλώνεται με την καταστροφή προσωπικών αντικειμένων, τη διάδοση φημών και την απομόνωση από την ομάδα), είτε εκδηλώνεται με την άσκηση σωματικής βίας και τέλος με εκβιαστικές απειλές και διασυρμό μέσω της ηλεκτρονικής επικοινωνίας ( Διαδίκτυο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, μηνύματα σε κινητά τηλέφωνα).

Όλες αυτές οι μορφές εκδήλωσης του σχολικού εκφοβισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με ευρύτερα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας που εμφανίζονται πολυπλοκότερα και εντονότερα σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και παρακμής των ηθικών αξιών. Ορισμένοι μαθητές που ζουν σε καταπιεσμένα οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα νιώθουν εγκλωβισμένοι σε έναν αδιέξοδο κόσμο ενηλίκων και αδυνατούν να διαχειριστούν την αυξανόμενη καθημερινή απογοήτευση και ανασφάλεια που τους καταβάλλει. Στην προσπάθειά τους να αισθητοποιήσουν την παρουσία τους στον κόσμο μεταβάλλονται σε θύτες των συμμαθητών τους ,έχοντας έτσι τη ψευδαίσθηση ότι ελέγχουν τον περίγυρό τους και διαθέτουν το περίβλημα ισχύος που τους λείπει. Εκφοβίζουν γιατί επιδιώκουν να αποκτήσουν οι ίδιοι δύναμη, επιρροή και ισχυρή παρουσία μέσα στη σχολική κοινότητα. Συνηθίζουν να στοχοποιούν εκείνους που θεωρούν ότι είναι δύσκολο να αντιδράσουν στην επιθετικότητά τους και προβαίνουν σε παραβατικές ενέργειες για να δοκιμάσουν τα όρια μέσα στα οποία μπορούν να λειτουργήσουν και να επιδράσουν στους άλλους.

Επιπρόσθετα σημαντικός παράγοντας για την εκδήλωση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού αποτελεί και το συναίσθημα της προσωπικής μειονεξίας που έχει καλλιεργηθεί σε ορισμένους μαθητές. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα προσωπικά ενδοοικογενειακά βιώματα βίαιης συμπεριφοράς, η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας με τους γονείς και γενικότερα το απρόσωπο και σαθρό οικογενειακό περιβάλλον μπορούν να λειτουργήσουν διαστρεβλωτικά στη συγκρότηση της ηθικής προσωπικότητας ενός παιδιού. Αναζητά την επιβεβαίωση μέσα από την επίδειξη δύναμης και αναπαράγει ασύνειδα στην αρχή και συνειδητά αργότερα τα πρότυπα συμπεριφοράς που έχει συναντήσει στη πορεία της ζωής του μέσα στο ίδιο το οικογενειακό του περιβάλλον. Η χρήση εκβιαστικών μεθόδων, υποτιμιτικών σχολιασμών και η βία αποτελούν για τα παιδιά- θύτες εύλογο και αναμενόμενο τρόπο έκφρασης ενός ατόμου προς κάποιο άλλο μέλος της κοινότητας.

Ωστόσο ακόμη και μαθητές που προέρχονται από εύρωστα οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα μπορούν να παρουσιάσουν δείγματα παραβατικής συμπεριφοράς μέσα στα πλαίσια της συνύπαρξής τους με τα υπόλοιπα συνομήλικα μέλη του σχολικού περίγυρου. Η ανάγκη των εφήβων να μιμηθούν και να αναπαράγουν αρνητικά πρότυπα συμπεριφοράς που αποτυπώνονται και στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και στην περιθωριακή κουλτούρα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ισχυρή. Αναζητούν να πειραματιστούν και να εφαρμόσουν σκληρές μορφές ενεργειών προς τους συμμαθητές τους στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν μια ιδιότυπη δημοφιλία που έγκειται στη τρομοκρατία των αδύναμων.

Ο σχολικός εκφοβισμός όταν συνδέεται με την απομόνωση ατόμων από τη σχολική ομάδα αποκτά και τη διάσταση της απόρριψης συγκεκριμένων παιδιών- θυμάτων. Οι λόγοι της σκόπιμης περιθωριοποίησής τους συχνά σχετίζονται με την ανάγκη να αποβληθούν από το σύνολο όσοι δεν έχουν την πρόθεση να μαζοποιηθούν και να αποδεχτούν την επίδοξη χειραγώγησή τους από τους νέους «ηγέτες» της παραβατικής συμπεριφοράς. Κάθε φορά οι ομάδες των εκφοβιστών λειτουργούν με συνωμοτικούς όρους μιας ομογενοποιημένης νοοτροπίας για άντληση ικανοποίησης μέσα από την επίδειξη ισχύος.
Η διασπορά φημολογίας που έχει ως απώτερο στόχο να διασύρει κοινωνικά και να γελοιοποιήσει την προσωπικότητα ορισμένων μαθητών αποκτά διευρυμένο χαρακτήρα και περιεχόμενο καθώς στη σύγχρονη εποχή αξιοποιούνται και οι ηλεκτρονικές μορφές επικοινωνίας. Στην περίπτωση αυτή τα παιδιά- θύτες εξωτερικεύουν την επιθυμία τους να απευθυνθούν και να επηρεάσουν με το λόγο τους μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα από τα στενά όρια του μικρού και συγκεκριμένου σχολικού περιβάλλοντος. Αξιοποιούν τη μέθοδο του αρνητικού κοινωνικού σχολιασμού που πολλές φορές έχουν δει να εφαρμόζεται στα διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα και προσπαθούν να τον αναπαράγουν στις μεγιστοποιημένες διαστάσεις του για να επιτύχουν την κοινωνική απομόνωση του θύματος. Ελλοχεύει ωστόσο και εδώ η ανάγκη των εκφοβιστών να επικρατήσουν και να επιβάλλουν τους δικούς τους όρους κοινωνικής συνύπαρξης.

Οι σωματικές εκδηλώσεις του σχολικού εκφοβισμού που παρουσιάζονται με την άσκηση σωματικής βίας και την καταστροφή προσωπικών αντικειμένων έχει άμεση σχέση με την αίσθηση της υπεροχής που απορρέει από την επίδειξη μυϊκής δύναμης. Οι μαθητές θύτες που αρκούνται μόνο σε αυτή τη μορφή του εκφοβισμού υιοθετούν την παραβατικότητα ως μέθοδο πίεσης των αδύναμων μελών της σχολικής κοινότητας και εξωτερικεύουν με τη χρήση της βίας τα αποθέματα της οργής που έχουν σωρεύσει.

Η κρίση των ηθικών αξιών που ταλανίζει τις σύγχρονες κοινωνικές δομές έχει ασφαλώς επηρεάσει και τους μαθητές που προσπαθούν να προσδιορίσουν την ταυτότητα και το ρόλο τους μέσα από λανθασμένες ατραπούς συμπεριφοράς. Απαξιώνουν την ιδιότητα των εκπαιδευτικών και απορρίπτουν την καθοδήγηση του γονεϊκού περιβάλλοντος με αποτέλεσμα να αντιδρούν με συγκεχυμένες ενέργειες χωρίς να είναι σε θέση να διακρίνουν την έννοια του ορθού και του λάθους. Εκφοβίζουν και αντιδρούν με αυτό τον τρόπο έχοντας τη ψευδαίσθηση πως ορίζουν και εξουσιάζουν τη ζωή των ίδιων και των άλλων και πως επιβεβαιώνεται έτσι η δική τους άτρωτη προσωπικότητα.

Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού εύλογα έχει σημαντικές συνέπειες για τη ζωή της σχολικής κοινότητας. Διαταράσσονται οι ειρηνικές συνθήκες συνύπαρξης των μαθητών και το σχολικό περιβάλλον μετατρέπεται σε άξενο χώρο που κρύβει σοβαρούς κινδύνους. Οι μαθητές θύματα στοχοποιούνται και υπάρχει το ενδεχόμενο να περιθωριοποιηθούν καθώς επικρατεί ο φόβος, η σιωπή και η παθητική ανοχή του φαινομένου. Εμπλέκονται σε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις και οι ψυχολογικές επιπτώσεις μπορεί να είναι ιδιαίτερα επαχθείς.

Οι μαθητές παύουν να αποτελούν ένα οργανικά δεμένο σύνολο και οι σχέσεις εμπιστοσύνης που θα στήριζαν τη συνοχή της ομάδας τους διαρρηγνύονται και αντικαθίστανται από ένα κλίμα τρόμου, αγωνίας και ανασφάλειας. Κατηγοριοποιούνται με γνώμονα τις επιθυμίες «των ισχυρών» του σχολείου και αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο του ξυλοδαρμού, του διασυρμού και της απόρριψης. Είναι διαρκώς εκτεθειμένοι στις επιβουλευτικές διαθέσεις εκείνων που προσπαθούν με κάθε αθέμιτο μέσο να επιβληθούν.

Το σχολείο αποτελεί στην περίπτωση αυτή ένα χώρο που ευδοκιμεί η παραβατική συμπεριφορά και τα μέλη του αποδέχονται σιωπηρά τη βία των «δυνατών». Οι μαθητές θύματα βιώνουν την επικράτηση της αδικίας και της μικροψυχίας των συνομήλικών τους και αποπροσανατολίζονται από την εκπαιδευτική διαδικασία.

Οι εκφοβιστές προσπαθούν να επιβληθούν μέσω της διασφάλισης ενός κλίματος σιωπηρής, καταναγκαστικής ανοχής των ενεργειών τους με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν περιθώρια αντίδρασης και αποκάλυψης της δράσης τους. Όλα αυτά δυναμιτίζουν την ομαλή και δημιουργική συμβίωση των μελών της σχολική κοινότητας που διασπάται σε μικροομάδες και παρεκκλίνει από το στόχο της. Οι θύτες και τα θύματα είναι πλέον η πραγματικότητα της σχολικής ζωής που μετατρέπεται σε έναν ατέρμονο αγώνα επιβίωσης σε αντίξοες συνθήκες.

Οι εκπαιδευτικοί ασφαλώς, όπως και οι γονείς είναι εκείνοι που πρέπει να αφουγκραστούν με ιδιαίτερα οξυμένη προσοχή τα συμπτώματα του φαινόμενου του σχολικού εκφοβισμού. Αν διαφύγει της προσοχής τους ,εξαιτίας του νοσηρού κλίματος της σιωπηρής ανοχής ,το γεγονός ,τότε θα έχουν προκαλέσει έστω και ακούσια τη μεγέθυνση του προβλήματος. Οι μαθητές που απειλούνται θα έχουν την αίσθηση ότι δεν μπορούν να καταφύγουν για τη λύση των προβλημάτων τους σε κανένα και οι μαθητές που απειλούν θα έχουν την εντύπωση ότι είναι σε θέση ισχύος.

Ιδιαίτερα στην περίπτωση άσκησης σωματικής βίας υπάρχει εύλογα ο κίνδυνος να προκληθούν σοβαρές βλάβες και να απειληθεί ακόμη και η ίδια η ζωή των παιδιών. Αλλά και ο κοινωνικός στιγματισμός και διασυρμός ορισμένων μαθητών είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε απρόβλεπτες αντιδράσεις από την πλευρά των μαθητών που θίγονται.

Η σχολική κοινότητα απορυθμίζεται και υιοθετείται ως κώδικας συμπεριφοράς η επίδειξη δύναμης και αντικοινωνικής συμπεριφοράς που διασπά τη συλλογική έκφραση και δράση των ατόμων.
Οποιαδήποτε και αν είναι η μορφή του σχολικού εκφοβισμού, οι συνέπειές της είναι αρνητικές τόσο για τη ψυχολογική ισορροπία των μελών της σχολικής κοινότητας όσο και για την εδραίωση υγιών διαπροσωπικών σχέσεων.

 Βιβλιογραφία

Καψάλης, Α. (2006). Παιδαγωγική Ψυχολογία. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.

Ματσαγγούρας, Η. (2001). Η Σχολική Τάξη, τόμος Α΄. Αθήνα: Γρηγόρης

Fondana, D. (1996). Ψυχολογία για εκπαιδευτικούς. Αθήνα : Σαββάλας

Ι.Ν. Νέστορος (επιμέλεια): Η επιθετικότητα στην οικογένεια, στο σχολείο & στην κοινωνία, 1996, Εκ. Ελληνικά Γράμματα

Χρυσή Γ. Χατζηχρήστου: Eισαγωγή στην Σχολική Ψυχολογία, 2004, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Πετρόπουλος, Ν., Παπαστυλιανού, Α. (2001). Μορφές επιθετικότητας, βίας και διαμαρτυρίας στο σχολείο (γενεσιουργοί παράγοντες και επιπτώσεις). Αθήνα: Υπουργείο παιδείας και θρησκευμάτων, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Γιωτάκος, Ο. – Τσιαλιάκου, Μ. (2008). Ο Κύκλος της Κακοποίησης. Σχολικός Εκφοβισμός, 327 – 369. Αθήνα: Εκδόσεις Αρχιπέλαγος.

Ken Rigby (2009) Σχολικός εκφοβισμός – Σύγχρονες απόψεις, Εκδόσεις Τόπος