Ομαδική εργασία στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Α΄Λυκείου

Να μελετηθούν αποσπάσματα των έργων του:

  • Γ. Βιζυηνού «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»
  • Κ. Χατζόπουλου « Το σπίτι του δασκάλου»
  • Να γίνει σύγκριση του ρόλου του άνδρα και της γυναίκας όπως αυτός παρουσιάζεται στα δύο αποσπάσματα.
  • Να αιτιολογηθούν οι τυχόν διαφορές με βάση το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο.

Ιστορικό πλαίσιο - κοινωνικοπολιτικές συνθήκες

Η πεζογραφική νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή μετά το 1880 διαφοροποιείται αισθητά από την προηγούμενη καθώς η Ελλάδα βιώνει πλήθος αλλαγών σε όλα τα επίπεδα και το κράτος αναδιαρθρώνεται στο εσωτερικό του. Ήδη από το 1881 ο κυβερνήτης Χαρίλαος Τρικούπης θέτει ως στόχους την ανάπτυξη της οικονομίας, την εκβιομηχάνιση της χώρας, τη δημιουργία αναπτυξιακών έργων κοινής ωφελείας και την εμπορική και ναυτιλιακή δραστηριότητα. Η ελληνική κοινωνία μετασχηματίζεται καθώς ενισχύεται η αστικοποίηση, δημιουργούνται εργοστάσια και ιδρύονται σχολεία. Η Ελλάδα διευρύνει τα σύνορά της ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό την Άρτα και τη Θεσσαλία (1881). Παράλληλα υπάρχει στροφή προς τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού και επιθυμία για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Η πεζογραφία κινείται στο χώρο της ηθογραφίας καθώς οι συγγραφείς περιγράφουν ήθη και έ-θιμα του ελληνικού λαού. Αναπαριστούν πιστά τη ζωή της υπαίθρου και τα έργα τους αποκτούν νατουραλιστικό και ρεαλιστικό περιεχόμενο.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννημένος το 1849 στη Βιζύη της Θράκης θα αναδειχθεί στο σπουδαιότερο διηγηματογράφο της εποχής του ενώ λίγο αργότερα το 1868 θα γεννηθεί στο Αγρίνιο ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος που θα προσπαθήσει να διευρύνει τα όρια της ηθογραφίας και να δώσει με το έργο του διέξοδο στους κοινωνικούς προβληματισμούς του.
Η εποχή πλέον συνοδεύεται από σημαντικούς ιστορικούς αγώνες : Μακεδονικός αγώνας (1903), κίνημα στο Γουδί (1909), Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913 : ενσωματώνονται Κρήτη, Ήπειρος και Μακεδονία), Ελληνοτουρκικός πόλεμος (1897), Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918) , Διχασμός Βενιζέλου-Κωνσταντίνου, Μικρασιατική καταστροφή (1922).

Γεώργιος Βιζυηνός : «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» - Υπόθεση του διηγήματος

Ο Γεώργιος Βιζυηνός γράφει το ηθογραφικό, ψυχογραφικό και αυτοβιογραφικό διήγημά του το 1884. Ένα μικρό παιδί πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη για να δουλέψει ως μαθητευόμενος ράφτης. Είναι ιδιαίτερα ευτυχισμένο με αυτή την τροπή της ζωής του καθώς έχει ακούσει ιστορίες από τον παππού του πως οι βασιλοπούλες ερωτεύονται μικρά ραφτόπουλα. Μόλις ο μικρός ήρωας φτάνει στην Πόλη ονειρεύεται πως σε λίγες μέρες θα επέστρεφε στο χωριό του συνοδεύοντας την πιο όμορφη βασιλοπούλα. Δυστυχώς όμως οι μήνες περνούσαν και δεν επαληθεύονταν οι προσδοκίες του. Όχι μόνο δε συναντά τη γυναίκα που σύμφωνα με τις παραστατικές διηγήσεις του παππού του θα τον ήθελε για σύζυγο αλλά δέχεται και τη βάναυση και βίαιη συμπεριφορά του αρχιράφτη με αποτέλεσμα να αγανακτεί. Δεν αντέχει να είναι διαρκώς σκυφτός και να ράβει ενδύματα και σκέφτεται πως ακόμη και ο Θεός δεν επιτέλεσε σωστά το έργο του με την Εύα που δεν την άφησε γυμνή αλλά την έβγαλε στον κόσμο και τη στόλισε με ενδύματα για να ταλαιπωρείται το σινάφι των ραφτών με τις απογόνους της. Όμως απρόσμενα φθάνει από το χωριό του ο υπηρέτης του παππού του για να του ανακοινώσει ότι πεθαίνει και πρέπει να τον επισκεφθεί. Όταν το μικρό ραφτόπουλο γυρίζει στο χωριό συναντά πρώτα τη γιαγιά του που το διαβεβαιώνει ότι ο παππούς ζει και τον χαρακτηρίζει « ψωμοκαταλύτη, ανάξιο, χαραμοφά, σαχλιό, σουρτούκη, χουλούζη». Το παιδί τρέχει και συναντά τον παππού του σε ένα βραχώδες ύψωμα. Στη συζήτηση που ακολουθεί ο γέρος ρωτά το παιδί αν στο ταξίδι του στην Πόλη συνάντησε όλα τα φοβερά και μυθικά πλάσματα που εκείνος ήξερε. Απογοητευμένος ο μικρός ήρωας του αποκαλύπτει πως δε συνάντησε τίποτα και αναρωτιέται πόσα πολλά ταξίδια είχε κάνει ο παππούς του. Εκείνος όμως του εκμυστη-ρεύεται πως δε ταξίδεψε ποτέ γιατί δεν τον άφηνε η γυναίκα του. Η μόνη που ταξίδεψε ήταν εκείνη. Την επόμενη μέρα ο παππούς πέθανε και πραγματοποίησε το μεγαλύτερο και μοναδικό ταξίδι της ζωής του.

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος : «Το σπίτι του δασκάλου» - Υπόθεση του διηγήματος (από τη συλλογή « Τάσω, στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα»)

Το διήγημα έχει περιεχόμενο κοινωνικό και ηθογραφικό. Ο συγγραφέας ακο-λουθεί την τεχνοτροπία του νατουραλισμού και επιδιώκει να καταδείξει την επίδραση που ασκούν οι κοινωνικές συνθήκες στη διαμόρφωση της συμπερι-φοράς των ανθρώπων. Κεντρικός ήρωας είναι ένας πατέρας που ενώ είναι ήπιος άνθρωπος , απλοϊκός , πονόψυχος δοκιμάζεται σκληρά από τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσής του. Ο πεθερός του τον επικρίνει και τον θεωρεί α-νάξιο να εισπράττει τα χρέη . Ωστόσο ο ήρωας ήταν εργατικός στο παρελθόν και είχε ασκήσει διάφορα επαγγέλματα ( καταμετρητής, εισπράκτορας, πάρεδρος, αστυνόμος). Όταν ήρθε από το χωριό του στην πόλη δε βρήκε καμιά ανάλογη θέση και κάτω από την πίεση του πεθερού του αναγκάστηκε να γίνει έμπορος. Ασχολήθηκε με ξεχωριστό ζήλο με το επάγγελμά του αλλά άρχισε να αναλαμβάνει υπερβολικές υποχρεώσεις με αποτέλεσμα οι δανειστές του να κατασχέσουν τις αποθήκες του και τα εμπορεύματά του. Ο πεθερός του προνόησε και διαφύλαξε την προίκα της κόρης του και μπόρεσε ο ήρωας να ασχοληθεί πλέον με την είσπραξη των οφειλομένων. Όμως ούτε ως εισπράκτορας χρεών κατάφερε να ευδοκιμήσει. Συμπονούσε όσους του χρωστούσαν χρήματα και ήταν πολύ ελαστικός. Ο πεθερός του κρατούσε απέναντί του στάση υποτιμητική και προσβλητική. Η σύζυγος του ήρωα και ο ίδιος υπέμειναν καρτερικά τη δυστυχισμένη ζωή τους. Όμως κάποια μέρα παρουσιάστηκε μια ανέλπιστη χαρά για τον πατέρα του διηγήματος. Ένα μικρό σπιτάκι από την προίκα της συζύγου του που το ενοικίαζαν σε ένα δάσκαλο χορού και αργότερα παπουτσή και ποτέ δεν εισέπρατταν τα ενοίκια τους το ζήτησε για αγορά κάποιος. Ο δάσκαλος αρνείται να φύγει με τη φτωχή οικογενειά του. Τότε ο πατέρας γίνεται αδίσταχτος και προχωρά στην έξωση της εξαθλιωμένης οικογένειας.

Ο ρόλος του άνδρα και της γυναίκας στα διηγήματα

Στο διήγημα του Βιζυηνού «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» κεντρικά πρόσωπα της υπόθεσης είναι : το νεαρό ραφτόπουλο, ο παππούς και η γιαγιά του παιδιού. Η εικόνα, η φυσιογνωμία και ο ρόλος του παππού ως άνδρας, αρχικά σκιαγραφείται μέσα από τις εκτιμήσεις και την αξιολόγηση του εγγονού του που έχει μεγαλώσει με τη στοργική υποστήριξή του. Ο μικρός πρωταγωνιστής του έργου έχει διαποτιστεί από τις εξωτικές ιστορίες του. Η σχέση του με το μέλος αυτό της οικογένειάς του είναι στενή και αντιπροσωπεύει για εκείνον το ανδρικό πρότυπο. Το παιδί αρχικά τον θαυμάζει και δέχεται τους μύθους του ως κριτήριο αλήθειας. Το μικρό ραφτόπουλο στο έργο του Βιζυηνού αναπτύσσει μια σχέση αγάπης, εμπιστοσύνης και τρυφερότητας με τον παππού του. Μόλις επιστρέφει από την Πόλη στο χωριό του και φτάνει στην εξώπορτα της κατοικίας παρατηρεί ότι λείπουν τα καλογυαλισμένα υποδήματά του και έχει την αίσθηση πως το σπίτι είναι άδειο και έρημο: «Η έλλειψις αυτή έκαμε την οικίαν να φανή εις τους οφθαλμούς μου κενή, έρημος, εγκαταλελειμμένη.» Συναισθηματικά είναι δεμένος μαζί του και αντιπροσωπεύει γι αυτόν ένα ίνδαλμα. Θαυμάζει τις ιστορίες του και την πολυταξιδεμένη ζωή του: «Ποτέ δεν αμφέβαλον, ότι ο παππούς μου ήτο πολύπειρος, κοσμογυρισμένος άνθρωπος.» Πρόκειται για ένα νέο παιδί που πορεύεται έχοντας πλούσιο συναισθηματικό κόσμο και πρόκειται να υπηρετήσει αργότερα το δικό του τον ανδρικό του ρόλο έτσι όπως τον είχε περίτεχνα δημιουργήσει ο παππούς του. Μέσα από την αφήγησή του ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται επομένως ότι ο παππούς είναι τρυφερός, καλοσυνάτος και εκδηλωτικός στα συναισθήματα στοργής που τρέφει για το παιδί. Μόλις το συναντά του τραγουδά το αγαπημένο του δίστιχο και το υποδέχεται με ανοιχτή αγκαλιά: «Γιωργάκη μου, ποιαν αγαπάς κ’ ολημερίς την τραγουδάς; Αυτό ήτο το δίστιχον, δι’ ου με υπεδέχετο πάντοτε με ανοικτάς αγκάλας ο αγαθώτατος άνθρωπος». Απέναντι στη γυναίκα του παρουσιάζεται υποχωρητικός και δέχεται αδιαμαρτύρητα τις προσβολές και την εγωκεντρικότητά της. Μοναδικός τρόπος αντίστασής του στην καταπιεστική συμπεριφορά της συζύγου του είναι η μικρή του απόδραση στο βραχώδες ύψωμα που του πρόσφερε ανάπαυλα από τις διαρκείς απαιτήσεις και τους περιφρονητικούς σχολιασμούς της: «Όλος ο κόσμος εν τούτοις εγνώριζεν ότι ο παππούς ανέβαινε τόσον υψηλά, διότι ένεκα των ρευματισμών της η γιαγιά μόνον αυτού επάνω δεν ημπορούσε να αναβή διά να τον περιμαζεύση.» Ο εγγονός του τον αντικρίζει να ασχολείται με το πλέξιμο της κάλτσας της γιαγιάς και να διαθέτει εξαιρετική επιδεξιότητα στο χειρισμό των βελόνων. Η στάση του παππού είναι ασφαλώς ιδιαίτερη για την εποχή που το ανδρικό πρότυπο ταυτιζόταν με πιο σκληρές και αυταρχικές μορφές συμπεριφοράς. Εκείνος παρουσιάζεται στο διήγημα εξευγενισμένος και ψυχοσυναισθηματικά ευάλωτος άνθρωπος. Όχι μόνο δεν υπηρετεί το παραδοσιακό μοντέλο της πατριαρχικής νοοτροπίας αλλά αντίθετα υποτάσσεται στην αυταρχικότητα της γυναίκας του. Ο ίδιος ο ήρωας όμως θα αποκαταστήσει την αλήθεια και θα απομυθοποιήσει ακόμη και τη ψευδαίσθηση που είχε ο εγγονός του για το κοσμογυρισμένο παρελθόν του. Αποκαλύπτει λοιπόν στο παιδί ότι μεγάλωσε σε ιδιαίτερα αντίξοες κοινωνικές και ιστορικές συγκυρίες. Ανατρέφεται από την οικογένειά του σαν κορίτσι. Μόλις γεννήθηκε βαφτίστηκε με γυναικείο όνομα και τον αποκαλούσαν «Γεωργιά». Του φορούσαν γυναικεία ενδύματα και μέχρι την ηλικία των δέκα ετών ήταν προστατευμένος μέσα στο σπίτι. Οι γονείς του προσπαθούσαν με αυτόν τον τρόπο να τον σώσουν από τη στρατολόγηση στο τάγμα των Τούρκων Γενίτσαρων. Συχνά την εποχή που οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι στους Οθωμανούς πραγματοποιούταν το γνωστό παιδομάζωμα των αρσενικών παιδιών των Ελλήνων για να υπηρετήσουν στον τουρκικό στρατό : «― Γιατί, κάθε λίγο και πολύ, είπεν ο παππούς ολονέν σκυθρωπότερος, έβγαινε, ψυχή μου, το Γιανιτσαριό ―κάτι μεγάλοι και φοβεροί Τουρκαλάδες, με τ' αψηλά τα “καβούκια”, με τα κόκκινα καβάδια, κ' εγύριζαν αρματομένοι στα χωριά, με τον “ιμάμην” εμπρός με τον “τσελάτη” καταπόδι, κ' εμάζωναν τα ευμορφότερα χριστιανόπαιδα, ψυχή μου, και τα τούρκευαν.» Έτσι ο ήρωας όχι μόνο αγνοούσε την ανδρική του ταυτότητα αλλά και μόλις συμπλήρωσε τα δέκα του χρόνια ο πατέρας του αφού του αποκάλυψε την αλήθεια τον πάντρεψε με τη γυναίκα του γιατί οι Γενίτσαροι έβγαλαν νέα διαταγή πως θα στρατολογούν μόνο όσους ήταν ανύπαντροι. Αντί επομένως να πέσει θύμα των Τούρκων έγινε απόκτημα της συζύγου που δεν επέλεξε ο ίδιος : «Μ’ επάνδρεψαν λοιπόν «εν πομπή και παρατάξει», και έτσι, ψυχή μου, αντί να με πάρει κανένας Γενίτσαρος μ’ επήρεν η γιαγιά σου».
Ο παππούς αν και διέθετε σύμφωνα με τον αφηγητή λεβέντικη κορμοστασιά ασχολούταν με το εργόχειρο και ήταν ευσυγκίνητος:
« Ανάθεμα την ώρα,
την πρώτην Απριλιά,
που βγήκε το Ιζάμι
και μάζωξε παιδιά!
Εστέναξεν απαγγείλας ο παππούς και απέμαξε τα δάκρυά του.»

Ακόμη και ο αγαπημένος του εγγονός αρχίζει να αποκαθηλώνει μέσα του το ανδρικό πρότυπό του και διαπιστώνει πως παρά την γεροδεμένη κορμοστασιά του και το μουστάκι που κοσμούσε το πρόσωπό του, η ανατροφή του ως κορίτσι του προσέδιδε μια αίσθηση θηλυπρέπειας: «Ο παππούς εκράτει εις τας χείρας του γυναικείον εργόχειρον και – μ’ όλον το λεβεντικόν του ανάστημα- το επιμελώς ξουρισμένον πρόσωπον, ο φιλαρέσκως επί των ορίων του άνω χείλους ψαλιδισμένος μύσταξ, η όλη της μορφής του έκφρασις μοί εφάνη την στιγμήν εκείνην ενέχουσα πολύ το θηλυπρεπές και γυναικείον»
Μοναδική του επιθυμία ήταν να ταξιδέψει αλλά δεν τα κατάφερε. Η πολυγνωσία που έδινε την εντύπωση ότι διέθετε ήταν αποτέλεσμα των αφηγήσεων της συζύγου του. Εκείνη του μετέδωσε τις γνώσεις των λαϊκών δοξασιών και του έμαθε να πλέκει. Ο ίδιος ήταν ήπιος και στοργικός. Η αφύσικη παιδική του ζωή του έδωσε στοιχεία γυναικείας ψυχοσύνθεσης.
Ο έντονος πόθος που είχε για να γνωρίσει τον κόσμο και να αποτινάξει την περίοδο του εγκλεισμού του στο σπίτι και του μεγαλώματός του σαν κορίτσι διαρκώς έμενε ανεκπλήρωτος. Η γυναίκα του μηχανεύεται κάθε φορά πλήθος αφορμών και προφάσεων και εκείνος ματαιώνει τα σχέδιά του:
«― Μωρέ, που να πάθης, που να δείξης, πού θα πας; ―Είπε, μιμούμενος της γιαγιάς τα σχήματα.― Ε; πού θα πας; - Στην Παναγία, ψυχή μου, στην Σαρακηνού.
- Μωρέ θ' αφήσης την αγελάδα να πας στην Παναγία; Μωρέ, τέτοιε, και τέτοιε και τέτοιε, το πανηγύρι το συλλογέσαι, και την αγελάδα, την γκαστρωμένη την αγελάδα, δεν την συλλογέσαι; Που είναι στην εβδομάδα της, δεν την συλ-λογέσαι;
- Τώρα, θέλω να της συντύχω, είπεν ο παππούς αναλαβών την στάσιν του, μα που δεν σ' αφήνει νάρθης στην αράδα; Σαν είδα που δεν τα βγάζω στο κεφάλι:
― Καλό, ψυχή μου, της λέγω. Εγώ ―“Εβασκέστισα”. ― Αμ' ο κόσμος; ο κόσμος τί θα πή! Που έκαμες ετοιμασίας κ' αγόρασες τα κεριά και το λάδι και το θυμίαμα! Και τ' άλογο; τ' άλογο τί θα πή που το καλίβωσες και το σέλωσες; Τ' άλογο θέλει δρόμο! Είπεν ο παππούς κλείσας προς εμέ εκφραστικώς τον οφθαλμόν και περιμένων να τον εννοήσω. Και περιμένων εις μάτην. Δεν καταλαμβάνεις; ―ανεφώνησεν επί τέλους,― ο καυγάς ήταν για το πάπλωμα! Την εσήκωσα, ψυχή μου, την εκάθισα πάνω στ' άλογο, και την έστειλα στο πανηγύρι με τον αδελφό της.»
Επομένως ο παππούς στο έργο του Βιζυηνού αποτελεί μια ξεχωριστή και ιδιότυπη φυσιογνωμία άνδρα που τα προσωπικά του βιώματα τον οδήγησαν σε μια συμπεριφορά υποταγμένη στη θέληση και στο δυναμισμό της συζύγου του.
Από την άλλη πλευρά και στο διήγημα του Χατζόπουλου , ο πεθερός αποτελεί ένα σκληρό πρότυπο άνδρα. Μας παραπέμπει στη δομή και στη λειτουργία της πατριαρχικής κοινωνίας. Εκείνος ως αρχηγός της οικογένειας καταπιέζει τα υπόλοιπα μέλη και ασκεί τον αρχηγικό του ρόλο με αυταρχικότητα. Επιβάλλει τις απόψεις του και υποτιμά με περιφρονητικούς σχολιασμούς το γαμπρό του: « Να μην είσαι για τίποτε! Να μην είσαι για τίποτε» «Ο παππούς δεν έπαυε να μουρμουρίζει,(….) Μα ο παππούς δεν έπαυε, κι ο πατέρας έσκυβε και δε μιλούσε». Εξωτερικεύει το θυμό του και εκδηλώνει και προκαλεί το φόβο και την απόγνωση στα μέλη της οικογένειάς του. Τον γαμπρό του τον προσβάλλει και τον ταπεινώνει: «Κουτός, χαμένος, ανίκανος για καθετί.», ενώ φτάνει στο σημείο να χρησιμοποιεί ακόμη και εξευτελιστική ειρωνεία κάτω από την ιδιότητα ενός στυγνού επαγγελματία που επιδιώκει μόνο το οικονομικό του συμφέρον : «…ο παππούς τον περιγελούσε πως του βάλθηκε να κάνει συλλογή από εκτελεστά…- Μας θέλει ν αλλάξουμε κιόλα κορδέλα!». Η σχέση του με την κόρη του είναι ουδέτερη καθώς δεν απευθύνεται σε εκείνη και δεν περιμένει να ακούσει από τα χείλη της καμιά άποψη. Είναι αθέατη γι’ αυτόν εφόσον είναι γυναίκα και οφείλει απλώς να τον σέβεται, να τον υπακούει και να υποτάσσεται με συμβιβαστική διάθεση στις αντιδράσεις του. Λειτουργεί με ηγεμονική διάθεση απέναντι σε όλα τα μέλη της οικογένειας και προσπαθεί διαρκώς με την παρεμβατική και αξιολογική συμπεριφορά του να αποδείξει πως υπερέχει και διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα.
Ο πατέρας στο διήγημα του Χατζόπουλου, αρχικά εμφανίζεται να είναι και εκείνος ως άνθρωπος πράος, πονόψυχος και καλοσυνάτος. Οι δύσκολες οικονομικές όμως συγκυρίες που βιώνει τον εκθέτουν στην αυστηρή κριτική του πεθερού του, τον οποίο ανέχεται με συγκαταβατικό τρόπο. Οι εμπορικές του αποτυχίες και η αδυναμία του να εισπράττει με ανελέητο τρόπο τα χρέη των οφειλετών του δεν του αφήνουν τα περιθώρια να διεκδικήσει μία ισότιμη θέση με τον ηγετικό στη συμπεριφορά πεθερό του. Νιώθει καταβεβλημένος και ταπεινωμένος από τις συνεχείς φραστικές επιθέσεις που δέχεται μέσα στο σπίτι του αλλά δεν αντιδρά, παρά μόνο εκφράζει τη μειονεξία του σκύβοντας το κεφάλι, σιωπώντας και μαζεύοντας τους ώμους του. Αυτή η άβουλη και αδύναμη όμως στάση θα αρθεί στην πορεία του έργου και θα υπάρξει αισθητή διαφοροποίηση από τη μειλίχια συμπεριφορά του που θύμιζε την ηπιότητα του παππού στο έργο του Βιζυηνού. Ο ήρωας θα αποφασίσει να εξώσει από το σπίτι τη φτωχή οικογένεια του δασκάλου λειτουργώντας σκληρά και απάνθρωπα και θα επιστρέψει θριαμβευτικά στο σπίτι του. Με την ανάλγητη στάση του έχει την αίσθηση πως κέρδισε την αυτοπεποίθησή του και την καταξίωσή του απέναντι στον πεθερό του που λειτουργούσε απαξιωτικά : «οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά». Έτσι με το τέλος του έργου υπηρετεί τη στερεοτυπική εικόνα ενός ανδρικού ρόλου που διακρίνεται για τη δύναμη της επιβολής.
Η γιαγιά από την άλλη πλευρά εκπροσωπεί μια γυναίκα που ο ρόλος της είναι διαμετρικά αντίθετος από εκείνον της συζύγου στο διήγημα του Χατζόπουλου. Παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία για να γλιτώσει ο άντρας της το ενδεχόμενο της στρατολόγησης στον Οθωμανικό στρατό. Εκείνος ήταν στην πραγματικότητα ένα παιδί που μεγάλωσε με γυναικεία ανατροφή. Είχε υιοθετήσει τη γλυκύτητα της συμπεριφοράς και την ηπιότητα του χαρακτήρα των γυναικών. Ήταν υπερπροστατευμένος και αδύναμος να αναλάβει πρωτοβουλίες ή να διεκδικήσει κάποιον ηγετικό ρόλο στην οικογένειά του. Εκείνη εκμεταλλεύεται την πραότητά του και συμπεριφέρεται αυταρχικά, δυναμικά και με απαιτητικό τρόπο. Δεν του επιτρέπει να ταξιδεύει και επινοεί πολλούς τρόπους για να καταφέρει το σκοπό της. Εκείνος προετοιμάζεται κάθε φορά για να γνωρίσει νέου τόπους και τελικά εκείνη ταξιδεύει. Απευθύνεται στους άνδρες του σπιτιού της με πλήθος ειρωνικών χαρακτηρισμών και επιδεικνύει την αρχηγική της δύναμη:
«― Πού είναι ο παππούς, γιαγιά; Ηρώτησα ευλαβώς, επιστρέψας μετ' ολίγον και ευρών αυτήν εις τα καλά της, πιθανώς διότι δεν υπήρχεν άλλη τις εργασία πρόχειρος δι' εμέ. ― Αμ' πούν' τος γιά; πούν' τος! Ανέκραξεν εκείνη, χορδισθείσα τώρα επί άλλου τόνου: Επήγε και με άφηκε! Ο “χαϊμανάς”! Ο “τεμπέλαρος”! Ο αχρημάτιστος! Ο ακαμάτης! Και ούτω καθεξής ο... Ο... Ο... Μέχρι τέλους.»
Αναθέτει στα αρσενικά μέλη της οικογένειάς της πλήθος εργασιών για να επιβεβαιώνει με αυτόν τον τρόπο την ισχυρή της παρουσία έχοντας εκείνη πλέον τα ηνία της εξουσίας και των γενικών προσταγμάτων. Ακόμη και όταν συναντά τον εγγονό της δεν είναι τρυφερή και δοτική αλλά επικριτική και απαιτητική:
Η γιαγιά ― εσκέφθην κατ' εμαυτόν ― θα έχη την απαίτησιν να βγαίνη ο παππούς από τον τάφον να κάμνη τας εργασίας μ' όσας τον επεφόρτιζεν εν όσω έζη, και το εσπέρας να γυρίζη πάλιν οπίσω εις τον λάκκον του! ― Τώρα που δεν έχει δουλειά, τί να κάμνη άρα γε ο καϋμένος ο παππούς; είπον έπειτα χαμηλοφώνως και τρόπον τινά προς εμαυτόν διαλεγόμενος. ― Αμ' λιάζεται! Υπέλαβεν η γιαγιά χορδιζομένη εις υψηλότερον τόνον. Λιάζει την κοιλιά του! Ο ψωμοκαταλύτης. O χαραμοφάς. O ανάξιος! Ο... Ο... Ο... Πάλιν μέχρι τέλους.»
Ασφαλώς η προσωπικότητά της είναι δυναμική με στοιχεία αρρενωπής συμπεριφοράς αφού αναγκάστηκε να παντρευτεί κάποιον με τον οποίο μεγάλωσε μαζί, έπαιζε τα ίδια κοριτσίστικα παιχνίδια και θεωρούσε πως ήταν φίλες. Ακόμη και ο σύντροφός της παραδέχεται πως η ξαφνική μεταστροφή του ρόλου του δεν του επέτρεψε να ξέρει πώς να χειρίζεται και να συμπεριφέρεται στη γυναίκα του: «Ακόμα δεν έμαθα πώς να δένω το καινούριο μου καβάδι, και μ’ έδωσαν και γυναίκα για να κυβερνήσω!»
Η σύζυγος όμως στο διήγημα του Χατζόπουλου διαδραματίζει ένα διαφορετικό ρόλο ως γυναίκα. Υπομένει καρτερικά την αυταρχική στάση του πατέρα της. Συμπονά τον άνδρα της και νιώθει την εσωτερική ανάγκη να του συμπαρασταθεί: «κι η μητέρα κοίταζε πότε τον πατέρα λυπημένα, πότε τον παππού παρακαλεστικά. Δεν τολμούσε να αντιταχθεί στα περιφρονητικά σχόλια του πατέρα της και να υπερασπιστεί τον ταπεινωμένο σύζυγό της αλλά προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην εκρηκτική κατάσταση που δημιουργείται από τους δύο άντρες. Η ίδια δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και φοβισμένη προσπαθεί να κατευνάζει τα οξύθυμα πνεύματα: «Η μητέρα μαζευόταν φοβισμένη κι ο πατέρας δοκίμαζε κάτι να πει. Μα ένα νόημα της μητέρας τον κρατούσε : ο παππούς είχε κι άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να πάρει στο δικό της σπίτι τον παππού.» Η ζωή της είναι εξαρτημένη οικονομικά από τον πατέρα της και η ίδια είναι το ευάλωτο μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας.

Βιβλιογραφία

Β. Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού. Εκδ. Καρδαμίτσας 1992.
Κ. Μητσάκης, Πορεία μέσα στο χρόνο, Αθήνα 1982
Γ.Παγανός, Η νεοελληνική πεζογραφία,Θεωρία και πράξη, Αθήνα 1983
Λ.Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2002.