Η ζωγραφική τέχνη αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της πολιτιστικής κληρονομιάς της Νεώτερης Ελλάδας. Από την απελευθέρωση της χώρας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία έως σήμερα, η ζωγραφική έχει εκφράσει τις πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις μέσα από τον πανίσχυρο γλωσσικό της λόγο.

Μεταξύ των εκπροσώπων της νεοελληνικής ζωγραφικής βρίσκουμε μεγάλα ονόματα όπως οι Νίκος Γύζης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Φώτης Κόντογλου και πολλοί άλλοι. Από τη ρεαλιστική απεικόνιση του τοπίου και των ανθρώπινων μορφών έως την πειραματική και σύγχρονη προσέγγιση, η ζωγραφική στη Νεώτερη Ελλάδα αναδεικνύει τη δύναμη της δημιουργικότητας και της ποιητικής έκφρασης. Μέσα από τα έργα των καλλιτεχνών αυτών, ανακαλύπτουμε την πολυπλοκότητα και την πλούσια παράδοση της ζωγραφικής τέχνης στη σύγχρονη Ελλάδα.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ (Διαφάνεια 2)

Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ξεκινά η εποχή της νεώτερης ελληνικής ζωγραφικής. Το 1834 η Αθήνα γίνεται η νέα πρωτεύουσα και αποτελεί το διοικητικό κέντρο για τις κοινωνικές και πνευματικές εξελίξεις. Έλληνες και ξένοι ζωγράφοι έρχονται για να δουλέψουν για τη μικρή αστική τάξη που αρχίζει να δημιουργείται από τους οπλαρχηγούς ή τους καπεταναίους του Αγώνα.Παράλληλα το 1836 ιδρύεται η σημερινή Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, ως τμήμα του Πολυτεχνικού σχολείου και το 1837 ιδρύεται το Πανεπιστήμιο Αθηνών με αποτέλεσμα να σημειωθεί μια ευρύτερη πνευματική ανάπτυξη.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ (Διαφάνεια 3)

Την επίσημη ζωγραφική του κράτους αναλαμβάνουν ωστόσο ξένοι ζωγράφοι, κατά κανόνα Γερμανοί, που καλούνται από τον βασιλιά Όθωνα: Ο Πέτερ φον Ες και ο Καρλ Ρότμαν φιλοτεχνούν σκηνές από την άφιξη του νεαρού βασιλιά στην Ελλάδα ή προσωπογραφίες αγωνιστών του 1821 ή και τα πρώτα ηθογραφικά θέματα κατά τα τεχνοτροπικά στερεότυπα της εποχής.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ 1789-1821 (Διαφάνεια 4)

Σ’ αυτό το γενικό κλίμα κάνει την εμφάνισή της μια νέα γενιά ζωγράφων, που αποτελεί και την αφετηρία της νεοελληνικής ζωγραφικής. Καλλιτέχνες γεννημένοι στο διάστημα ανάμεσα στη Γαλλική επανάσταση του 1789 και την απαρχή του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα, το 1821, με τις σπουδές, τις μαθητείες και τη ζύμωσή τους με τα γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του ελεύθερου ελληνικού κράτους, είναι ικανοί να εκφράσουν τη νέα ελληνική πραγματικότητα. Οι σημαντικότεροι απ’ αυτούς είναι ο Ιωάννης Καλοσγούρος, ο Διονύσιος Καλλιβωκάς, ο Κωνσταντίνος Γιατράς, ο Γεώργιος Μηνιάτης , ο Θεόδωρος Βρυζάκης και μαζί μ’ αυτούς οι αδελφοί Φίλιππος και Γεώργιος Μαργαρίτης και ο Ανδρέας Κριεζής. Άλλοτε υπό την επίδραση του κλασικισμού κι άλλοτε του ρομαντισμού, οι ζωγράφοι αυτοί μας δίνουν τις πρώτες εικαστικές απόψεις την νεοελληνικής κοινωνίας ή γίνονται οι πρώτοι δάσκαλοι στο Σχολείο των Τεχνών.

Διαφάνεια 5 (Ακολουθεί βίντεο.)

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ 1821-1843 (Διαφάνεια 6)

Η επόμενη γενιά ελληνικής τέχνης αποτελείται από τους ζωγράφους που έρχονται στον κόσμο στα χρόνια 1821 ως 1843, δηλαδή, από την κήρυξη της επανάστασης μέχρι τη χρονολογία που ο Όθωνας παραχώρησε το πρώτο Σύνταγμα στους Έλληνες. Εδώ ανήκουν πολλοί δημιουργοί, χωρίς αμφιβολία όμως οι πιο επιφανείς είναι οι Νικηφόρος Λύτρας , Κωνσταντίνος Βολανάκης και Νικόλαος Γύζης, οι μεγαλύτεροι Έλληνες ζωγράφοι αυτού του αιώνα. Στους προβληματισμούς αυτής της γενιάς εμφανίζεται για πρώτη φορά το ζήτημα που έγινε κατόπιν άξονας της Ελληνικής τέχνης: η πνευματική σχέση με τα ξένα καλλιτεχνικά κέντρα, συγκεκριμένα η εξάρτηση από τη Σχολή του Μονάχου, στην οποία τότε μαθήτευαν οι αξιολογότεροι Έλληνες ζωγράφοι..

Όπως είναι γνωστό, η ελληνική ζωγραφική του 19ου αιώνα είναι επηρεασμένη από τη δυτικοευρωπαϊκή ζωγραφική και σε μεγάλο βαθμό από τη Σχολή του Μονάχου, όπου είχαν σπουδάσει πολλές από τις μεγάλες μορφές της εποχής. Η ακαδημαϊκή ζωγραφική της Γερμανίας προβληματίζεται με το φως και το χρώμα, με την πιστή απόδοση των φωτοσκιάσεων, την απόδοση του πραγματικού φωτός, τα προβλήματα της φόρμας στη ζωγραφική. Τη φορμαλιστική αυτή τεχνοτροπία ακολουθούν πολλοί Έλληνες ζωγράφοι.

ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ - ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ (Διαφάνεια 7)

Η επόμενη γενιά ζωγράφων, και η πρώτη ουσιαστικά που δραστηριοποιείται και καθορίζει τη ζωγραφική του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, είναι αυτή που έρχεται στο φως στα χρόνια μεταξύ 1862 και 1881, από το Σύνταγμα, δηλαδή, και την ένωση των Επτανήσων μέχρι την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος.

Εδώ εντάσσονται καλλιτέχνες που αφενός εκφράζουν την απόληξη του κλίματος του προηγούμενου αιώνα, όσο και δημιουργοί που θέτουν τις βάσεις για αυτοπροσδιορισμό της ελληνικής ζωγραφικής. Ο Φωκάς , ο Ροϊλός , ο Μαθιόπουλος ή Θωμόπουλος , αλλά συγχρόνως και ο Παρθένης , ο Μαλέας και ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ . Οι τρεις τελευταίοι μάλιστα είναι αυτοί που μέσα από τις προτάσεις και τις αντιπαραθέσεις τους χαράζουν δρόμους, που για πολλές δεκαετίες οδηγούν την ελληνική ζωγραφική.

Διαφάνεια 8 (Ακολουθεί βίντεο).

Η Νεοελληνική Ζωγραφική από το 1881-1897 (Διαφάνεια 9)

Την ίδια σχεδόν καθοριστική σημασία έχει και η γενιά όσων γεννιούνται από το 1881 μέχρι και το 1897, όταν τελειώνει ο καταστροφικός ελληνοτουρκικός πόλεμος. Στο διάστημα αυτό γεννήθηκαν ζωγράφοι σαν τους

  • Νικόλαο Λύτρα
  • Γιώργο Μπουζιάνη
  • Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη
  • Γιώργο Γουναρόπουλο
  • Παπαλουκά
  • Οικονόμου
  • Στέρη ή
  • τον Φώτη. Κόντογλου.

Διαφάνεια 10 (Ακολουθεί βίντεο).

ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 20 & 30-ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ (Διαφάνεια 11)

Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 αποτελεί ορόσημο του Μεσοπολέμου για την Ελλάδα. Η τραυματική αυτή εμπειρία δημιούργησε την ανάγκη μιας εθνικής αυτό-επιβεβαίωσης που εκφράστηκε με τη στροφή προς την παράδοση. Άλλωστε η στροφή προς την τάξη και την παράδοση χαρακτηρίζει και την ευρωπαϊκή τέχνη του Μεσοπολέμου. Στη δεκαετία του ’20 διαμορφώνονται τα χαρακτηριστικά που θα επικρατήσουν στους καλλιτέχνες της Γενιάς του ’30.

Σε ό,τι αφορά τις εικαστικές τέχνες, τον πρώτο ελληνικό υπαιθρισμό διαδέχεται τώρα μια ζωγραφική που τείνει να γίνει ανθρωποκεντρική. Βασικό της γνώρισμα είναι η κυριαρχία της νόησης πάνω στην αίσθηση, που εκδηλώνεται με ισχυρές σχηματοποιήσεις στη σύνθεση και στο σχέδιο, ενώ το χρώμα απομακρύνεται από τη φύση και γίνεται πιο πνευματικό

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ (Διαφάνεια 12)

Η «ελληνικότητα» είναι αναμφίβολα το βασικό χαρακτηριστικό που διαπερνά τις καλλιτεχνικές προσπάθειες του μεσοπολέμου. Ο αρχιτέκτονας Πικιώνης παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτή την κίνηση, όσο βέβαια και ο Κόντογλου, από άλλη σκοπιά. Η ανακάλυψη του Θεόφιλου προσθέτει μια νέα πηγή για να αντληθούν ανάλογα διδάγματα, ενώ η διδασκαλία του Παρθένη, άμεσα ή έμμεσα εξακολουθεί να επηρεάζει αυτή την κατεύθυνση.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ (Διαφάνεια 13)

Ζητώντας «επιστροφή στις πηγές της ελληνικής τέχνης», λοιπόν, ο Τσαρούχης, ο Βασιλείου, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Εγγονόπουλος, ο Μόραλης, ο Σικελιώτης, αργότερα, και ευκαιριακά πολύ περισσότεροι καλλιτέχνες αυτών των δύο γενεών, αντλούν από παλαιότερες περιόδους της τέχνης που άνθισε στον μείζονα ελληνικό χώρο: από την κλασσική αγγειογραφία, από τα ελληνιστικά πορτρέτα, από τη βυζαντινή αγιογραφία, από τη λαϊκή ζωγραφική της μεταβυζαντινής εποχής, από τη ζωγραφική του Καραγκιόζη.

Αυτές οι πηγές λειτουργούν ως νέες αφετηρίες και συνδυάζονται με σύγχρονες, ελληνικές και ξένες. Επηρεάστηκαν από:

  • τον κυβισμό (ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας),
  • τον φοβισμό (οι Τσαρούχης, Διαμαντόπουλος),

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ (Διαφάνεια 14)

  • τον συμβολισμό και τη μεταφυσική ζωγραφική ( οι Στέρης, Εγγονόπουλος).

Η ζωγραφική του Εγγονόπουλου μας προτείνει μια ελληνική εκδοχή του μεταφυσικού τοπίου του Ντε Κήρικο. Υιοθετεί τους κώδικες του Ντε Κήρικο, αλλά και τους εξελληνίζει, επιλέγοντας στοιχεία από την Ελληνική ιστορία: σπασμένα μάρμαρα, αγάλματα, αλλά και μορφές που θυμίζουν αγωνιστές του 1821. Η συνύπαρξη όλων αυτών των στοιχείων δημιουργεί περίεργα συναισθήματα και αυτό ακριβώς επιδιώκει ένας υπερρεαλιστής καλλιτέχνης. Ο τρόπος που ζωγραφίζει τις μορφές του, αλλά και τα χρώματα που χρησιμοποιεί θυμίζουν τη μαθητεία του πλάι στον Κόντογλου και τη γνώση της βυζαντινής μορφολογίας της τεχνικής.

Το ονειρικό, το παράλογο, το αυτόματο (τυχαία και άσχετα μεταξύ τους αντικείμενα όπως και η αυτόματη γραφή στην ποίηση) είναι βασικά στοιχεία του έργου του.

Συναντάμε πρόσωπα απροσδιόριστα, χωρίς χαρακτηριστικά που κινούνται σε χώρους γνώριμους αλλά όχι συγκεκριμένους, πραγματικούς όμως, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τους μεταφυσικούς, «τεχνητούς» χώρους των ευρωπαίων σουρεαλιστών. Οι μορφές του μοιάζουν να παίρνουν μέρος σε μια θεατρική παράσταση ονειρική κινούνται άλλοτε με αργή επισημότητα, άλλοτε με ηρωική ορμή, η κινούν άγαρμπα τα υπερτροφικά τους πόδια και τα ανάλαφρα σαν φτερά χέρια τους.

ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ (Διαφάνεια 15)

Ο εξπρεσιονισμός, όπως άλλωστε και τα περισσότερα κινήματα της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης των αρχών του αιώνα, πέρασε στην ελληνική πραγματικότητα αργά. Για τον εξπρεσιονισμό, ούτε τα σχήματα ούτε τα χρώματα είναι δεδομένα, ούτε ακόμη και οι παραστατικές τεχνικές της ζωγραφικής. Αυτό που γίνεται κυριαρχικός παράγοντας στην καλλιτεχνική διαδικασία είναι ο ιδεολογικός κόσμος του ζωγράφου, τα συναισθήματά του, οι προσωπικοί του τρόποι να βλέπει τα πράγματα στη ζωγραφική.

Ο Μπουζιάνης υπήρξε αναμφίβολα ο πρώτος Έλληνας εξπρεσιονιστής, με σημασία πολύ μεγαλύτερη ίσως από όσο ως τώρα έχει εκτιμηθεί. Άρχισε να επηρεάζει τους Έλληνες ζωγράφους σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία 20 χρόνια. Αξιόλογοι ζωγράφοι, όπως η Λιλή Αρλιώτη, ο Ορέστης Κανέλλης, Μηταράκης και άλλοι επηρεάστηκαν από το ρεύμα του εξπρεσιονισμού.

Διαφάνεια 16 (Ακολουθεί βίντεο).

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ (Διαφάνεια 17)

Οι ζωγράφοι που γεννήθηκαν στα χρόνια αυτά ωριμάζουν στις δεκαετίες του 1950 ή 1960, κι έκτοτε δίνουν τον κυρίαρχο τόνο στην ελληνική ζωγραφική. Ο Γαΐτης, ο Κεσσανλής, ο Τσόκλης, ο Μυταράς, ο Τέτσης, ο Φασιανός, ο Ακριθάκης και ο Θεοφυλακτόπουλος είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι μιας γενιάς που ξεπερνά πλέον αποφασιστικά το παλιότερο αίτημα του συγχρονισμού της ελληνικής τέχνης με τη διεθνή. Το έργο τους, πέρα από τις προωθημένες ατομικές αναζητήσεις τους, συμπυκνώνει ευρύτερες τάσεις του ελληνικού και του διεθνούς εικαστικού χώρου και σε πολλές περιπτώσεις κατορθώνει να είναι πρωταγωνιστικό στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική σκηνή. Οι ζωγράφοι αυτής της γενιάς γεννιούνται σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να ανασυντάξει τα εθνικά της οράματα, μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922. Ζουν τις πολιτικές διακυμάνσεις των δεκαετιών του 1920 και εξής. Έχουν συνείδηση (και συμμετοχή, σε αρκετές περιπτώσεις) του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940, της γερμανικής κατοχής (1940-1945) και του καταστρεπτικού εμφυλίου (1945-1949). Ωριμάζουν εκφραστικά στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, και σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να ανασυνταχθεί οικονομικά και κοινωνικά. Από πολιτιστική και, ιδιαίτερα, εικαστική άποψη, είναι οι διάδοχοι της λεγόμενης «γενιάς του ’30», της πνευματικής γενιάς, δηλαδή, που ωρίμασε στο μεσοπόλεμο, προβάλλοντας αιτήματα πολιτιστικού αυτοπροσδιορισμού, επιστροφής στις ρίζες, και της «ελληνικότητας». Αυτή τη γενιά αποκαθιστούν σιγά - σιγά μετά το 1960 και αυτήν άλλοτε συνεχίζουν κι άλλοτε (συχνότερα) αντιμάχονται δημιουργικά.

Μετά από μια εθνική καταστροφή, η γενιά αυτή (που ονομάσθηκε και «γενιά του ’60») ανασυντάσσει τα βιώματα και τις προσδοκίες της από μια Ελλάδα που ταλαιπωρήθηκε σ’ έναν εμφύλιο και που αναζητά κατόπιν το πρόσωπό της στη διεθνή πλέον, ευρωπαϊκή και παγκόσμια πραγματικότητα. Και, από καθαρά εικαστική άποψη, οι ζωγράφοι αυτοί, επικοινωνούν νωρίς με τις διεθνείς καλλιτεχνικές τάσεις, ταξιδεύουν και εκθέτουν σε διεθνή καλλιτεχνικά κέντρα, συμμετέχουν δηλαδή ενεργά στις ανησυχίες και στις επιτεύξεις ολόκληρης της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ (Διαφάνεια 18)

Από τους επιγόνους της «Γενιάς του '30», μετά τον πόλεμο, το πιο αξιόλογο ίσως ,είναι το πολυδιάστατο έργο του Γιάννη Μόραλη. Στο ζωγραφικό του έργο κυριαρχούν οι γυναικείες νεανικές μορφές. Στην αρχή εμπνέεται από τα βυζαντινά φαγιούμ, την Αναγέννηση, τον Ντεραίν. Στη συνέχεια επηρεάζεται από την πομπηιανή ζωγραφική και τις αρχαιοελληνικές επιτύμβιες στήλες. Έτσι, ο ερωτισμός, ο θάνατος, τα νιάτα, η αρχιτεκτονική δομή ορίζουν το έργο του μέχρι το 1970, οπότε και στρέφεται προς την αφαίρεση.

Μετά την απογείωση και τη φυσική εξάντληση του ελληνοκεντρισμού από τους επιγόνους της «Γενιάς του '30», είχε έρθει η ώρα για τη μεγάλη τομή, τη στροφή προς τα νέα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα ρεύματα, όπως αυτό της αφαίρεσης

Στροφή στην Αφαίρεση (Διαφάνεια 19)

Η αφαίρεση στη ζωγραφική τέχνη δηλώνει την απομάκρυνση από τον αισθητό κόσμο και την αναπαράστασή του στη ζωγραφική επιφάνεια. Επιδιώκει την αυτονόμηση της ζωγραφικής γλώσσας, ως το σημείο που να μην παραπέμπει πουθενά, παρά μόνο στον εαυτό της. Είχε ήδη ιστορία μισού αιώνα στην ευρωπαϊκή ζωγραφική, όταν τελικά έκανε την εμφάνισή τους στην Ελλάδα. Πατέρας της ανεικονικής τέχνης θεωρείται ο Καντίνσκυ ο οποίος πραγματοποίησε το κρίσιμο άλμα το 1910. Η ελληνική ζωγραφική του 20ού αιώνα είχε προσεγγίσει συχνά την αφαίρεση, αλλά δεν είχε κόψει οριστικά τον ομφάλιο λώρο με την ορατή πραγματικότητα. Το βήμα αυτό θα τολμήσουν να το πραγματοποιήσουν μερικοί ζωγράφοι που είχαν ξεκινήσει τη σταδιοδρομία τους μέσα στη δεκαετία του ’30 και είχαν συνοδοιπορήσει ως τότε με τους προβληματισμούς της γενιάς τους: Κοντόπουλος, Μάρθας, Λεφάκης, Σπυρόπουλος. Σε αυτούς θα προστεθούν και πολλοί νεότεροι, μεταξύ των οποίων και μερικοί ζωγράφοι της ελληνικής διασποράς, όπως ο Θεόδωρος Στάμος.

Παραστατική ζωγραφική Έκφραση (Διαφάνεια 20)

Στην Ελλάδα οι αφαιρετικές και ανεικονικές τάσεις αποτελούν σύντομα διαλείμματα. Η εικόνα επανέρχεται δριμύτερη, μετά από την εφήμερη έκλειψη της δεκαετίας του ’60, εμπλουτισμένη με την εμπειρία των αφαιρετικών αναζητήσεων.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μερικοί ζωγράφοι, όπως ο Παναγιώτης Τέτσης, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ζωγραφική υπαίθρου αληθινά χρωματική, με δυνατές αρμονίες, που μεταφράζουν πολύ πειστικά τη φύση του ελληνικού φωτός. Κάθε τμήμα του πίνακα διαβάζεται ως καθαρή ζωγραφική και ως μέρος του αινίγματος της εικόνας. Την ισχυρή δομή της σύνθεσης συμπληρώνει η δομική λειτουργία του χρώματος και της γραμμής.

Πραγματικό – Υπερβατικό (Διαφάνεια 21)

Η δεκαετία του ’70 εγκαινιάζεται με την επιστροφή στην παραστατική ζωγραφική η οποία συμπορεύεται με τον αμερικανικό Υπερρεαλισμό και τους ευρωπαϊκούς ρεαλισμούς. Η ελληνική εκδοχή ταυτίζεται με αυτά τα ρεύματα σε ό,τι αφορά την καταγωγή της νέας εικόνας

από τη φωτογραφία και τα μαζικά μέσα. Η επιστροφή στην εικόνα ενθαρρύνει πολλούς καλλιτέχνες να ανοίξουν αυτή την εποχή έναν καινούργιο διάλογο με τον κόσμο και τα πράγματα. Οι δημιουργοί ανακαλύπτουν μέσα στο ορατό, το αόρατο, μέσα στο πραγματικό, το υπερπραγματικό, το υπερβατικό. Οι ζωγράφοι αυτοί προσεγγίζουν το θέμα με απλότητα και αμεσότητα σχεδόν ρεαλιστική. Τελικά όμως καταφέρνουν να υποβάλουν με υπαινικτικό τρόπο το μεταφυσικό ρίγος ενός άλλου τόπου και ενός άλλου χρόνου.

ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΥΛΙΚΑ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ (Διαφάνεια 22)

Στη δεκαετία του ’80, η ζωγραφική αλλάζει πολύ τους προσανατολισμούς της, ακόμη και τα εργαλεία της. Οι ζωγράφοι δεν χρησιμοποιούν μόνο πινέλα και μπογιές, αλλά και κάθε άλλο υλικό που μπορεί να ενσωματωθεί σ’έναν πίνακα. Τα έργα γίνονται και, σε πολλές περιπτώσεις, γλυπτά τριών διαστάσεων. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες προσπαθούν να επεκτείνουν τη ζωγραφική στον τριγύρω χώρο και να τον καταλάβουν για λογαριασμό της τέχνης του. Τα «περιβάλλοντα» και οι «εγκαταστάσεις» γεμίζουν τις γκαλερί ή τα πολιτιστικά κέντρα όπου φιλοξενούνται εκθέσεις.

Πατέρες αυτής της αντίληψης, ως προς την ελληνική ζωγραφική, είναι οι ζωγράφοι που έκαναν καριέρα στο Παρίσι και ειδικότερα ο Κανιάρης, Κεσσανλής, και ο Τσόκλης.

Η Τέχνη του ελάχιστου (Διαφάνεια 23)

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα το 1974, οι ζωγράφοι απολαμβάνουν τη δυνατότητα να εκφραστούν με μεγαλύτερη ελευθερία. Εγκαινιάζουν τη μεταμοντέρνα εποχή ενώ συγχρόνως επανασυνδέονται με τα θεματικά μοτίβα της παράδοσης, της φύσης και της καθημερινότητας. Η ζωγραφική της Μεταπολίτευσης συχνά είναι αυτοβιογραφική, ψυχογνωστική και παιγνιώδης.

Εκπρόσωποι αυτής της περιόδου είναι οι Μπότσογλου, Ψυχοπαίδης, Πατρασκίδης, Χριστάκης, Δασκαλάκης, Μποκόρος και άλλοι.