Ο μεγάλος ποιητής Γιώργος Σεφέρης, φιλ. ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900 και πέθανε στην Αθήνα το 1971. Ηταν γιός του διακεκριμένου καθηγητή του Διεθνούς δικαιου του Πανεπιστημίου Αθηνών, Στέλιου Σεφεριάδη.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, αφήνοντας πλούσιο σπιτικό, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι και σταδιοδρόμησε στο διπλωματικό κλάδο, όπου υπηρέτησε σε διάφορες χώρες και τέλος ως πρεσβευτής στο Λονδίνο. Ο ποιητής μεγάλωσε μεσα σε προοδευτικό δημοκρατικό περιβάλλον. Ο πατέρας του καθηγητής της Νομlκής Σχολής Αθηνών, σύμβουλος Επικρατείας και Ακαδημαϊκός, κι ένας από τους πιό θερμούς δημοτικιστές, παύτηκε γιά τα δημοκρατικά του φρονήματα δυό φορές από το Πανεπιστήμιο, το 1920 και το 1938. Ετσι, ο ποιητής γαλουχήθηκε από μικρός με τα νάματα της ελευθερίας, και της ελεύθερης σκέψης.
Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική συλλογή Στροφές στα 1931, σε 200 αντίτυπα αριθμημένα. Στά 1932 παρουσιάζει το ποίημα Στέρνα, χωρίς όνομα συγγραφέα, αλλά με την υπογραφή του σε 50 αντίτυπα. Τo 1935, σε 150 αριθμημένα αντίτυπα μας παρουσιάζει την ποιητική συλλογή Μυθιστορημα.
Στη συνέχεια δημοσιεύει στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» το ποίημα Γυμνοπαιδία. Τo 1940, σε 356 αριθμημένα αντίτυπα, μας παρουσιάζει τη συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων. Τoν ίδιο χρόνο σε 317 αριθμημένα αντίτυπα μας παρουσιάζει την ποιητική συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος Α. Τo 1944 το Ημερολόγιο καταστρώματος B. Τo 1937 την Κίχλη, και τέλος το 1955 το Ημερολόγιο καταστρώματος Γ (με τον υπότιτλο ...Κύπρον ου μ' εθέσπισεν...). Όλο το παραπάνω ποιητικό έργο του ΣεΦέρη εκδόθηκε από τον Εκδ. οίκο «Ικαρος» με το γενικό τίτλο «Ποιήματα)), όγδοη έκδοση 1975.
Κρίνοντας το έργο του ποιητή θά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη βαθύτατη και πλατιά μόρφωσή του, που ξεκινάει από την απόλυτη εξοικείωση με τα κείμενα των αρχαίων, μέσα στα οποία συνάντησε τα διδάγματα της αιώνιας κληρονομιάς του πνεύματος, κι ύστερα στους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, μέχρι το θρυλικό 21 και τους διδάχους της γνήσιας εθνικής παράδοσης, όπως τον Μακρυγιάννη, τον «αγράμματο Διδάσκαλο του Γένους», όπως τον αποκαλεί, ως το λαϊκό ποιητή της ζωγραφικής, τον Λέσβιο Θεόφιλο. Αυτός «ο κόσμος της ρωμιοσύνης» γυρίζει συνέχεια στο νου του και αυτόν ζεί στα οράματά του και αυτόν προσπαθεί ν'αναστηλώσει μεσ' από τα χαλάσματα και τα συντρίμμια των ανασκαφών με τους στίχους των ποιημάτων του.
Κάτοχος του ευρωπαϊκού πνεύματος και των νέων ιδεών και ρευμάτων της τέχνης, έγινε ο θερμότερος υποστηρικτής της υπερρεαλιστικής ποίησης στη χώρα μας, επηρεασμένος από το «Συμβολισμό» του Γάλλου Πώλ Κλωντέλ, του Αμερικανού Εσδρα Πάουντ και περισσότερο του Αγγλου Τ.Σ. Ελιοτ. Αν σ' αυτά προσθέσουμε και την πίκρα που φέρνει μέσα του ο ποιητής γιά τον πόνο του ξεριζωμού, το όραμα του χαμένου πατρογονικού σπιτιού, που στέγασε τις πρώτες εφηβικές του ανησυχίες, θά καταλάβουμεκαλύτερα τα λόγια του γιά «τον καημό της ρωμιοσύνης» και τα λόγια του ίδιου: Η μνήμη όπου και να την άγγίξεις πονεί. Γι' αυτό, σε ολόκληρο το ποιητικό του οίκοδόμημα, με επιμονή και υπομονή προσπαθεί να πλάσει το τέλειο υπόδειγμα της καθαρά έλληνικής αρετής, που συνοψίζεται σε τούτο: την καθαρή κρίση, το ανθρώπινο θάρρος, την ασίγαστη λαχτάρα γιά δημιουργία, την αγάπη γιά την αλήθεια και την ελευθερία, και την αποφυγή κάθε υπερβολής, με τη σημασία που έδιναν οι αρχαίοι στη λέξη «φρόνημα». Και τούτο το έκαμε, γιατί όπως λέει κάπου ο ίδιος: ο ελληνισμός είναι δύσκολος, ναι μα γι' αυτό αξίζει τον κόπο.
Κοιτάζοντας την ποίηση του Σεφέρη στο σύνολό της, αντιμετωπίζομε ενα πρόβλημα. Ας το δούμε από κοντά. Στην ποίηση του Σεφέρη υπάρχουν δυό εναλλασσόμενα πρόσωπα, που μας πιστοποιούν το διχασμό του ποιητή. Υπάρχουν τα ποιήματα τα απλά και ευκολονόητα και τα ποιήματα τα κλειστά, τα δύσκολα, τα ερμητικά ποιήματα. Οταν το 1931 ο Σεφέρης τύπωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή τη Στροφή, ο Παλαμάς σε μιά επιστολή του προς τη «Νέα Eστία» έγραψε, πως: «δυό παράγοντες συνιστουν την ποιητική γλώσσα: Τό παραδομένο, δηλαδή τους γνωστούς, δοκιμασμένους από τα χρόνια και πολυμεταχειρισμένους τρόπους, και το απαράδεκτο, όπου μας παραστέκει η φοβέρα του ασύλληπτου και του ακατανόητου και όπου ο Σεφέρης βρίσκει το στοιχείο του. Τα ποιήματα της Στροφής είναι κρυπτογραφικά. Χρειάζονται κάποιο κλειδί που δέν το βλέπω». Αυτά είπε ο Παλαμάς γιά τη Στροφή. Τι θα 'λεγε γιά τις άλλες συλλογές του Σεφέρη; Να ένα ακόμα πρόβλημα.
Πάντως ύστερα από την κατάκτηση της νέας ποίησης από την υπερρεαλιστική τεχνοτροπία, την διαφοροποίησή της στον νεώτερο ποιητικό χώρο και την εξοικείωσή μας με την ποιητική γλώσσα της εποχής μας, έχοντας υπόψη μας και τα μεταγενέστερα έργα του Σεφέρη, δεν μπορούμε να δεχτούμε τα ποιήματα της «Στροφής», σαν κρυπτογραφικά...
...Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό...
Μετά τη Στροφή, ακολούθησε η Στέρνα, ένα ποίημα, που οι στίχοι του έχουν εξαίρετη διαφάνεια και κρυσταλλική καθαρότητα, μα που το νόημά του είναι σκοτεινό και απαραβίαστο. Οσο κι αν προσπαθήσουμε να συλλάβουμε τη σκέψη του ποιητή, δεν το κατορθώνουμε. Η Στέρνα - όπως και η Κίχλη και τα Τρία κρυφά ποιήματα, - ανήκουν στην κατηγορία των ποιημάτων που δίνουν στους κριτικούς ανεξάντλητα «πεδία ερμηνευτικών πιθανοτήτων», χωρίς ποτέ να κατορθώνουν ν'αποκρυπτογραφήσουν το αληθινό νόημα της σκέψης του ποιητή και το νόημα του περιεχομένου τους. Το κλειδί του απλησίαστου αυτών των ποιημάτων μας το δίνει ο ίδιος ο ποιητής, όταν μας λέει: «Στον καιρό μας η ποίηση έγινε πιό πυκνή, πιό ελλειπτική, πιό δύσκολη, και όσο κι αν πιστεύω πως γιά τον ασκημένο φίλο της τέχνης, τέχνη δύσκολη δέν υπάρχει, αισθάνομαι και συμπαθώ την πίκρα του αυτοδίδακτου, που βλέπει ότι έρχεται σ'επαφή με πολύ μικρότερο κοινό, παρά ένας ηθοποιός του ελαφρού θεάτρου. Δέν ισχυρίζομαι, ακόμα, ότι άλλη ποίηση, περισσότερο ανοιχτή δεν μπορεί να γίνει. Λέω μόνο ότι πρώτα μ' ενδιαφέρει η συντήρηση της ποίησης, έστω κι αν για τρείς μόνους ανθρώπους, κι έπειτα η πλατύτερη επαφή με τον κόσμο».
H δεύτερη ποιητική συλλογή, το Μυθιστόρημα, υπήρξε η αποΦασιστική στροφή του ποιητή ΣεΦέρη προς τα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής εκείνης. Είναι η πρώτη φορά που εδώ ο μύθος και οι συγκεκριμένες ιστορικές εμπειρίες, θα γίνουν το σταθερό και γονιμοποιό στοιχείο όπως και στην κατοπινή ποιητική του δημιουργία. Ολα τα ποιήματα του Μυθιστορήματος είναι ένας απόηχος από μνήμες, αναπολήσεις και σπαραγμούς της Μικρασιατικής καταστροφής, που δίνονται με δραματικό τρόπο, αυστηρά οργανωμένη ποιητική τέχνη, απέριττη γλωσσική διαύγεια, γνήσιο λυρισμό και απαισιόδοξη πνευματικότητα. «Είναι ένα είδος ποιητικής παράστασης - γρόφει ο Μάρκος Αυγέρης - ανάμεσα στο μύθο και στην πραγματικότητα, μιά αυτοβιογραΦία, από την εσωτερική ζωή του ποιητή, που εκφράζεται με είκόνες και σύμβολα». Πάντως και το Μυθιστόρημα είναι ένα ποιητικό σύνολο που ανήκει κατά μεγάλο μέρος στην κατηγορία των «κλειστών» ποιημάτων, που κι ο ασκημένος αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σ' ένα τοσο πυκνό και αδιαπέραστο υλικό, ώστε νιώθει σαν να βρίσκεται αβοήθητος μεσα σ' ένα απέραντο σκοτεινό δάσος. Μα και στη συνεχιζόμενη ποιητική πορεία του ποιητή με το Τετράδιο Γυμνασμάτων, τα Ποιήματα του Στρατή Θαλασσινού και τα ποιήματα Σχέδια γιά ένα καλοκαίρι, το ύφος είναι σχεδόν όμοιο με των ποιημάτων στο Μυθιστόρημα. Κάθε λοιπόν προσπάθεια μονοδιάστατης ερμηνείας θα ήταν απαράδεκτη κι από τον ίδιο τον ποιητή, ο οποίος, με κανέναν τρόπο, δεν θα δεχόταν μια τέτοια ερμηνεία.
Κι ερχόμαστε τώρα στην εξέταση της ποιητικής σειράς Ημερολόγιο καταστρώματος Α-Β-Γ. Και στη σειρά των ποιημάτων «Ημερολόγιο καταστρώματος Α» υπάρχουν πολλά αινιγματικά και αξεδιάλυτα σαν φαντασίες ονείρου. Παρακολουθούμε κι εδώ τις διαδοχικές εναλλαγές του «κλειστού» με το «ανοιχτό» ποίημα, που παρ'όλη την ανανέωση της έκφρασης του ποιητή, οι γέφυρες της επικοινωνίας, σχεδόν έxoυν κοπεί. Τα ποιήματα, μας παρουσιάζουν εικόνες - σύμβολα που δέν συλλαβαίνει σχεδόν κανείς το νόημά τους, γιατί αλλάζουν σαν σε καλειδοσκόπιο και τελειώνουν με μιά θαυμαστή λυρική διάθεση, ίδια ακατανόητη και αξεδιάλυτη.
Στίχοι από το ποίημα: «Les anges sont blancs» (Οι άγγελοι είναι λευκοί) :
...Οι άγγελοι είναι λευκοί πυρωμένοι λευκοί και το μάτι
μαραίνεται που θα τoυς αντικρίσει
και δεν υπάρχει άλλος τρόπος πρέπει να γίνεις σαν την
πέτρα, όταν γυρευεις τη συναναστροφή τους,
κι όταν γυρευεις το θαύμα πρέπει νά σπείρεις το αίμα σου
στις οχτώ γενιές τών ανέμων,
γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα
στίς φλέβες του άνθρώπου
Μα και το άλλο με τον τίτλο: «Η απόφαση της λησμονιάς», ίδια γραφικά, γεμάτο εικόνες, και σκέψεις για μας τελείως απόκρυφες...
...Μήτε θυμάσαι διαβάζοντας τα ψηφία μας πάνω στις πέτρες.
Ωστόσο μένεις εκστατικός μαζί με τ'αρνιά σου
που μεγαλώνουν το σώμα σου με το μαλλί τους
τώρα νιώθεις στίς φλέβες σου μιά βοή θυσίας.
Πώς να ονομάσουμε όλα αυτά; Το σωστότερο θα ήταν να λέγαμε πως είναι μιά ομιλία του ποιητή με τον εαυτό του, χωρίς καμιά βούληση επικοινωνίας. «Φυσικά, η ποίηση του Σεφέρη - παρατηρεί ο Άνδρέας Καραντώνης - απόσταγμα μακροχρόνιων πνευματικών βιώσεων και συμβολικών συνδυασμών που γίνονται στα σκοτεινά, όπως τών μάγων, αποτείνεται σ'ένα κοινό καλλιεργημένων, πολύ μορφωμένων ατόμων, και ειδικότερα, σε μιά κατηγορία αναγνωστών που έχουν εξοικειωθεί με όλα τα μυστικά του μοντέρνου ποιητικού λόγου και της περίπλοκης ψυχολογίας του σύγχρονου ανθρώπου...».
Τό Hμερoλόγιο καταστρώματος Β είναι γεμάτο από εικόνες κι αισθήματα από την πλανητική ζωή του ποιητή. Αλλού σατιρικός κι αλλού πικρόχολος γιά όσα συμβαίνουν γύρω του, γίνεται ο τιμητής του πολιτικού και κοινωνικού εκτροχιασμού της εποχής του, χωρίς ν' απομακρύνεται από τις παραλλαγές της ψυχικής του διάθεσης, γύρω από τις έγνοιες της φθοράς και του θανάτου. Η φρίκη της πραγματικότητας που ζήσαμε στον πόλεμο του 40-45 διατυπώνεται επιγραμματικά στο τρίτο ποίημα της «Κίχλης»:
...Χώρες του ήλιου που δεν μπορείτε v'αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε v'αντικρίσετε τονάνθρωπο...
Aς δούμε τώρα με συντομία και το Ημερολόγιο καταστρώματος Γ, που αναφέρεται ολόκληρο στην Κύπρο.
O ποιητής επισκέφτηκε το νησί της Αφροδίτης το 1953 και 1954, στα χρόνια που ζητούσε απεγνωσμένα την ελευθερία του από τους Αγγλους. Κι όμως, αν αφαιρέσουμε μερικές υποτονικές, άτολμες, και υπαινικτικές αναφορές, γιά να μη θίξει τους δυνάστες, στο ποίημα «Η Σαλαμίνα της Κύπρου», δεν βλέπουμε πουθενά στα άλλα ποιήματά του τη φωνή του εθνικού ποιητή - όπως θα έκανε ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς - που να θέλει να τονώσει έναν ολόκληρο λαό στη διαμαρτυρία του γιά την απόκτηση της λευτεριάς του. Η εθνική πλευρά του αιτήματος του αδούλωτου Κυπριακού λαού δεν στάθηκε το κίνητρό του. Μήπως τον εμπόδισαν οι πολλές φιλίες του ή η διπλωματική του ίδιότητα; Πάντως τον παράσυραν οι παλιές μόνο μνήμες γιά την Ελένη της Τροίας, όπως παρουσιάζει το μύθο ο Ευριπίδης και οι αναμνήσεις από το Κυπριακό «χρονικό του Μαχαιρά», που καμιά σχέση δεν είχαν με το καυτό πρόβλημα της Κύπρου εκείνης της εποχής. Ολες οι μεγαλαυχίες και βαθυνούστατες τάχα αναλύσεις μερικών κριτικών, που θηρεύουν στα ανεξάντλητα «πεδία τών πιθανοτήτων» δεν πείθουν κανένα πιά. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης δεν θέλησε να γίνει ο νέος βάρδος του Ελληνισμού. Στην Κύπρο δεν είδε, παρά τ' αρχαία φαντάσματα - όπως στο ποίημα O βασιλιάς της Ασίνης - που τ' ανακαλεί από την αίώνια σιωπή, ανακατεύοντας αλλοτινές και τωρινές μνήμες με τον ίδιο πάντα «καημό της Ρωμιοσύνης» και της τρισένδοξης ιστορίας μας. Στα ποιήματα γιά την Κύπρο, κυριευμένος από ενα αίσθημα ψυχικής ευφροσύνης, μπροστά στις ομορφιές του φυσικού περίγυρου του νησιού, μας δίνει εικόνες φυσικής ομορφιάς ανεπανάληπτης πλαστικότητας.
Δεν θα ήταν άσκοπο να πούμε εδώ δυό λόγια γιά τους τόσο πεζούς τίτλους τών ποιητικών συλλογών του. Ο ίδιος ο ποιητής μας εξηγεί τον τίτλο της συλλογής του Μυθιστορήματα: «Είναι τα δύο συνθετικά που μ' έκαναν να διαλέξω τον τίτλο αυτής της εργασίας, Μύθος, γιατί χρησιμοποίησα αρκετά φανερά μιάν ορισμένη μυθολογία, Iστορία, γιατί προσπάθησα να εκφράσω, με κάποιον ειρμό, μιά κατάσταση τόσο ανεξάρτητη από μένα όσο και τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος». Οσο γιά τα τρία Ημερολόγιο καταστρώματος, γράφει: «Το, κατάστρωμα δεν είναι δικό μου, καθόλου δικό μου, είναι μιά κινούμενη πλατεία, όπου πέρασα κι εγώ, αλλά και πολύς κόσμος και ο αέρας κι η βροχή και τ' ανθρώπινα σώματα κι εκείνος ο άνθρωπος που πηγαίνει κλαίοντας, εικόνα πολλών ανθρώπων. κάμποσο γκροτέσκα, που έτυχε να συναντήσω στο κατάστρωμά μου».
Κατάστρωμα λοιπόν είναι ο ανοιχτός χώρος κι εκεί ο ποιητής έρχεται σε συνάφεια με τους άλλους ανθρώπους. ζεί μαζί τους τά πάθη τους και τις περιπέτειές τους και συμμερίζεται τις θλίψεις στις δραματικές συνθήκες της ζωής του άλλου. Ετσι κατάστρωμα σημαίνει: χρόνος, μύθος, ιστορία, έξοδος από το «Εγώ», ταύτιση του Εγώ με το Εμείς, σημαίνει αλληλεγγύη, μιά λέξη που τόσο αγαπούσε ο Σεφέρης.
Τέλος σημειώνουμε με ενδιαφέρον, την έκδοση μιας ακόμα ποιητικής συλλογής του Γιώργου Σεφέρη, που βρέθηκε στα χαρτιά του μετά το θάνατό του, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β, 1976, με φιλολογική έπιμέλεια τού καθηγητή Γ.Π. Σαββίδη. Περιλαμβάνει 74 ποιήματα, 30 από τα οποία δημοσιεύονταν γιά πρώτη φορά, καθώς και βιβλιογραφικές και ερμηνευτικές σημειώσεις. Πράγματι το «Τετράδιο Γυμνασμάτων Β» μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ουσιαστικό συμπλήρωμα του κυρίου σώματος, των «Ποιημάτων» τού Σεφέρη, και ένα απαραίτητο βοήθημα γιά κάθε μελετητή της πολύτροπης ποιητικής του εξέλιξης.
Μα κάποτε έφτασε και η μεγάλη στιγμή γιά τον ποιητή, όταν ήρθε αντιμέτωπος με το χρέος του και δεν σώπασε. Με τη γνωστή δήλωσή του ενάντια στην τυραννία της πατρίδας του συγκίνησε όλες τις καρδιές των Ελλήνων, κι έδωσε φτερά στην αγωνιστική διάθεση της νεολαίας της πατρίδας του. Το 1970 και το 1971 με τα δυό κορυφαία ποιήματά του: Οι Γάτες τ' Αι-Νικόλα και Επί Ασπαλάθων, χάραξε γιά πάντα τ'όνομά του στον τύμβο της ελευθερίας.
O θάνατος του συντάραξε oλόκληρη την Eλλάδα, γιατί στο πρόσωπό του δεν είδε μόνο τον ποιητή, αλλά τον ακατάβλητο πολεμιστή, που μάχεται στις επάλξεις του Εθνους γιά τη σωτηρία της Ελλάδας, της ανθρωπιάς και της Ελευθερίας. Η στάση που τον βρήκε ο θάνατος ήταν η όρθια στάση του υπεύθυνου πνευματικού ανθρώπου, του ηγέτη και Εθνικού ποιητή.
Εκτός από την ποίηση, ο Σεφέρης έχει κάμει μεταφράσεις ξένων ποιητών και κυρίως του Τ.Σ. Ελιοτ. Επίσης, μετάφρασε κατά αριστοτεχνικό τρόπο από την Παλαιά Διαθήκη το Aσμα Aσμάτων και από την Καινή Διαθήκη την Aποκάλυψη τού Ιωάννη. Ακόμα έγραψε αξιόλογα δοκίμια γιά διάφορα ζητήματα της τέχνης, γιά το κρητικό αριστουργηματικό ποίημα Ερωτόκριτος και το δοκίμιο Διάλογος για την ποίηση μεταξύ Γ. Σεφέρη και Κ. Τσάτσου. Τέλος διάφορα άρθρα, «Ήμερολόγια» και μελέτες που εκδόθηκαν μετά το θάνατο του, σε δυό τόμους με τον τίτλο Δοκιμές, φιλ. επιμελεια του καθηγητή Γ.Π. Σαββίδη.
Το πόσο προσέχει ο Σεφέρης στην κατασκευή του λόγου του φαίνεται στο δοκίμιο γιά τον Μακρυγιάννη. Τρία είναι τα γνωρίσματά του. Η διαλεγμένη λέξη που σιγά-σιγά γίνεται φράση' ένα μικρό αλλά ζυγισμένο και καλά στημένο οικοδόμημα' το άξιόλογο περιεχόμενό του και η προβολή του με το προσωπικό ύφος. Στον Μακρυγιάννη στέκεται με θαυμασμό μπροστά στον γνήσιο δημοτικό λόγο των «Απομνημονευμάτων» του, στον άμεσο και φαινομενικά ανώμαλο, και χωρίς κανένα δισταγμό ονομάζει πρώτο πεζογράφο μας το συγγραφέα τους - «γιατί τον νομίζει σαν ενα μεγάλο διδάσκαλο της γλώσσας μας».
O Σεφέρης τιμήθηκε με πολλά βραβεία, ελληνικά και ξένα και το 1963 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας, που γιά πρώτη φορά απένειμε η Σουηδική Ακαδημία σε Ελληνα συγγραφέα.