Gaius Plinius salutem suo Cornelio Tacito. Ridebis. Ego cepi tres feroces apros. “Ipse?” interrogabis. Ipse. Sedebam ad retia; erat in proximo non venabulum sed stilus et pugillares; cogitabam aliquid enotabamque; etsi vacua retia, habebam tamen plenas ceras. Silvae et solitudo sunt magna incitamenta cogitationis. Cum eris in venationibus, licebit tibi adportare quoque pugillares: videbis non Dianam sed Minervam errare in montibus. Vale!

O Γάιος Πλίνιος στέλνει τις ευχές (του) στο φίλο του Κορνήλιο Τάκιτο. Θα γελάσεις. Εγώ έπιασα τρία φοβερά αγριογούρουνα. «Ο ίδιος;» θα ρωτήσεις. Ο ίδιος. Καθόμουν κοντά στα δίχτυα. Ήταν πλάι μου όχι η κυνηγετική λόγχη, αλλά η γραφίδα και πλάκες αλειμμένες με κερί· σκεπτόμουν κάτι και κρατούσα σημειώσεις· αν και (είχα) άδεια τα δίχτυα, είχα όμως γεμάτες τις πλάκες. Τα δάση και η μοναξιά είναι μεγάλα ερεθίσματα της σκέψης. Όταν θα βρεθείς στο κυνήγι, θα μπορέσεις και εσύ να φέρεις μαζί σου πλάκες αλειμμένες με κερί· θα δεις όχι την Άρτεμη, αλλά την Αθηνά να περιπλανιέται στα βουνά. Χαίρε!

ad
ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = δίπλα, κοντά σε.
adportare
adportare: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. adporto, adportavi, adportatum, adportare (1) = φέρνω μαζί μου.
aliquid
aliquid: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της αόριστης ουσιαστικής αντων. aliquis, (σπάν. aliqua & aliquae), aliquid = κάποιος, κάποια, κάποιο / κάτι.
apros
apros: αιτιατική πληθ. του ουσ. aper, apri (αρσ. β΄ κλ.) = το αγριογούρουνο.
cepi
cepi: α΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. capio, cepi, captum, capere (3, 15 σε -io) = πιάνω.
ceras
ceras: αιτιατική πληθ. του ουσ. cerae, cerarum (θηλ. α΄ κλ.) = οι πλάκες (αλειμμένες με κερί). [Ενικ.: cera, cerae = κερί (ετερόσημο).]
cogitabam
cogitabam: α΄ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. cogito, cogitavi, cogitatum, cogitare (1) = σκέφτομαι.
cogitationis
cogitationis: γενική ενικ. του ουσ. cogitatio, cogitationis (θηλ. γ΄ κλ.) = η σκέψη.
Cornelio
Cornelio: δοτική ενικ. του ουσ. Cornelius, Cornelii / Corneli (αρσ. β΄ κλ.) = ο Κορνήλιος. [Κλητική ενικ.: Corneli.]
cum
cum: χρονικός σύνδεσμος = όταν. [Εδώ είναι ο καθαρά χρονικός cum.]
Dianam
Dianam: αιτιατική ενικ. του ουσ. Diana, Dianae (θηλ. α΄ κλ.) = η Άρτεμη. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]
dicit
dicit (ενν.): β΄ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέω. [β΄ πρόσωπο ενικ. προστακτικής ενεστώτα: dic.]
ego
ego: ονομαστική ενικ. της προσωπικής αντων. του α΄ προσ. = εγώ.
enotabam
enotabam: α΄ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. enoto, enotavi, enotatum, enotare (1) = σημειώνω.
erat
erat: γ΄ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.
eris
eris: β΄ ενικ. οριστικής μέλλοντα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
errare
errare: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. erro, erravi, erratum, errare (1) = περιπλανιέμαι.
et
et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
etsi
etsi: εναντιωματικός σύνδεσμος = αν και.
feroces
feroces: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ΄ κλ. ferox, ferox, ferox (γενική: ferocis) = άγριος.
Gaius
Gaius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Gaius, Gaii / Gai (αρσ. β΄ κλ.) = ο Γάιος. [Κλητική ενικ.: Gai.]
habebam
habebam: α΄ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. habeo, habui, habitum, habere (2) = έχω.
in
in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.
incitamenta
incitamenta: ονομαστική πληθ. του ουσ. incitamentum, incitamenti (ουδ. β΄ κλ.) = το ερέθισμα.
interrogabis
interrogabis: β΄ ενικ. οριστικής μέλλοντα ενεργ. φων. του ρήμ. interrogo, interrogavi, interrogatum, interrogare (1) = ρωτώ.
ipse
ipse: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως οριστικής) αντων. ipse, ipsa, ipsum = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.
licebit
licebit: γ΄ ενικ. οριστικής μέλλοντα ενεργ. φων. του απρόσωπου ρήμ. licet, licuit & licitum est, licere (2) = επιτρέπεται, είναι δυνατό.
magna
magna: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. magnus, –a, –um = μεγάλος. [ΣΥΓΚΡ.: maior, maior, maius. ΥΠΕΡΘ.: maximus, -a, -um.]
Minervam
Minervam: αιτιατική ενικ. του ουσ. Minerva, Minervae (θηλ. α΄ κλ.) = η Αθηνά. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]
montibus
montibus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. mons, montis (αρσ. γ΄ κλ.) = το βουνό. [Γενική πληθ.: montium.]
non
non: αρνητικό μόριο = δεν, όχι.
plenas
plenas: αιτιατική πληθ., θηλ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. plenus, –a, –um = γεμάτος.
Plinius
Plinius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Plinius, Plinii / Plini (αρσ. β΄ κλ.) = ο Πλίνιος. [Κλητική ενικ.: Plini.]
prope
prope (= κοντά). ΘΕΤ.: –. ΣΥΓΚΡ.: propior, –ior, –ius. ΥΠΕΡΘ.: proximus, –a, –um.]
proximo
proximo: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. β΄ κλ. proximus, –a, –um = (πάρα) πολύ κοντινός. [Είναι υπερθετικός βαθμός που παράγεται από το επίρρ. (και πρόθ.)
pugillares
pugillares: αιτιατική πληθ. του ουσ. pugillares, pugillarium (αρσ. γ΄ κλ.) = οι πλάκες (αλειμμένες με κερί). [Bλ. παραπάνω.]
pugillares
pugillares: ονομαστική πληθ. του ουσ. pugillares, pugillarium (αρσ. γ΄ κλ.) = οι πλάκες (αλειμμένες με κερί). [Δεν έχει ενικ. αριθμό.]
–que
–que: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και. [Είναι εγκλιτική λέξη.]
quoque
quoque: τροπικό επίρρ. = επίσης.
retia
retia: αιτιατική πληθ. του ουσ. rete, retis (ουδ. γ΄ κλ.) = το δίχτυ. [Αφαιρετική ενικ.: rete & reti. Ονομαστική, αιτιατική, κλητική πληθ.: retia. Γενική πληθ.: retium.]
ridebis
ridebis: β΄ ενικ. οριστικής μέλλοντα ενεργ. φων. του ρήμ. rideo, risi, risum, ridere (2) = γελώ.
salutem
salutem: αιτιατική ενικ. του ουσ. salus, salutis (θηλ. γ΄ κλ.) = η σωτηρία, η υγεία, η ευημερία. // dicit salutem = στέλνει τις ευχές του, τα χαιρετίσματά του. [Ως αφηρημένη έννοια δεν είναι εύχρηστη στον πληθ. αριθμό.]
sed
sed: αντιθετικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = αλλά.
sedebam
sedebam: α΄ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. sedeo, sedi, sessum, sedere (2) = κάθομαι.
silvae
silvae: ονομαστική πληθ. του ουσ. silva, silvae (θηλ. α΄ κλ.) = το δάσος.
solitudο
solitudο: ονομαστική ενικ. του ουσ. solitudo, solitudinis (θηλ. γ΄ κλ.) = η μοναξιά.
stilus
stilus: ονομαστική ενικ. του ουσ. stilus, stili (αρσ. β΄ κλ.) = η γραφίδα.
sunt
sunt: γ΄ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
suo
suo: δοτική ενικ., αρσ. γένους, της κτητικής αντωνυμίας του γ΄ προσ. για έναν κτήτορα suus, sua, suum = ο δικός του, η δική του, το δικό του.
Tacito
Tacito: δοτική ενικ. του ουσ. Tacitus, Taciti (αρσ. β΄ κλ.) = ο Τάκιτος.
tamen
tamen: αντιθετικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = όμως.
tibi
tibi: δοτική ενικού της προσωπικής αντων. του β΄ προσ. tu = εσύ.
tres
tres: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, του απόλυτου αριθμητικού επιθ. της γ΄ κλ. tres, tres, tria = τρεις, τρεις, τρία.
vacua
vacua: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. vacuus, –a, –um = άδειος. [ΣΥΓΚΡ.: magis vacuus, –a, –um. ΥΠΕΡΘ.: maxime vacuus, -a, -um.]
vale
vale: β΄ ενικ. προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. valeo, valui, –, valere (2) = υγιαίνω. [Mτχ. μέλλ.: valiturus, -a, -um.]
venabulum
venabulum: ονομαστική ενικ. του ουσ. venabulum, venabuli (ουδ. β΄ κλ.) = η κυνηγετική λόγχη.
venationibus
venationibus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. venatio, venationis (θηλ. γ΄ κλ.) = το κυνήγι.
videbis
videbis: β΄ ενικ. οριστικής μέλλοντα ενεργ. φων. του ρήμ. video, vidi, visum, videre (2) = βλέπω.