Cepheus et Cassiope habent filiam Andromedam. Cassiope, superba forma sua, comparat se cum Nymphis. Neptunus iratus urget ad oram Aethiopiae marinam beluam, quae nocet incolis. Oraculum respondet incolis: “regia hostia placet deo!” Tum Cepheus adligat Andromedam ad scopulum; belua movet se ad Andromedam. Repente advolat Perseus calceis pennatis; videt puellam et stupet forma puellae. Perseus delet beluam hasta et liberat Andromedam. Cepheus, Cassiope et incolae Aethiopiae gaudent valde.

O Κηφέας και η Κασσιόπη έχουν κόρη την Ανδρομέδα. Η Κασσιόπη, περήφανη για την ομορφιά της, συγκρίνει τον εαυτό της με τις Νηρηίδες. Ο Ποσειδώνας οργισμένος στέλνει στην ακτή της Αιθιοπίας (ένα) θαλάσσιο κήτος, το οποίο αφανίζει τους κατοίκους. Το μαντείο απαντά στους κατοίκους: «Βασιλικό σφάγιο αρέσει στο θεό!». Τότε ο Κηφέας δένει την Ανδρομέδα σε (ένα) βράχο· το κήτος κινείται προς την Ανδρομέδα. Ξαφνικά καταφτάνει πετώντας ο Περσέας με τα φτερωτά σανδάλια (του)· βλέπει το κορίτσι και θαμπώνεται από την ομορφιά του κοριτσιού. Ο Περσέας σκοτώνει το κήτος με το δόρυ (του) και ελευθερώνει την Ανδρομέδα. Ο Κηφέας, η Κασσιόπη και οι κάτοικοι της Αιθιοπίας χαίρονται πάρα πολύ.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

ad
ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.
adligat
adligat: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. adligo, adligavi, adligatum, adligare  = δένω.
advolat
advolat: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. advolo, advolavi, advolatum, advolare  = καταφθάνω πετώντας.
Aethiopiae
Aethiopiae: γενική ενικ. του ουσ. Aethiopia, Aethiopiae (θηλ. α’ κλ.) = η Αιθιοπία. [Δεν έχει πληθ.]
Andromedam
Andromedam: αιτιατική ενικ. του (ανώμ.) ουσ. Andromeda / -e, Andromedae / -es (θηλ. α’ κλ.) = η Ανδρομέδα. [Ονομαστική, κλητική και αφαιρετική ενικ.: Andromeda & Andromede. Γενική ενικ.: Andromedae & Andromedes. Αιτιατ. ενικ.: Andromedam & Andromedan & Andromeden. Δεν έχει πληθ.]
belua
belua: ονομαστική ενικ. του ουσ. belua, beluae (θηλ. α’ κλ.) = το κήτος.
beluam
beluam: αιτιατική ενικ. του ουσ. belua, beluae (θηλ. α’ κλ.) = το κήτος.
calceis
calceis: αφαιρετική πληθ. του ουσιαστικού calceus, calcei (αρσ. β’ κλ.) = το σανδάλι.
Cassiope
Cassiope: ονομαστική ενικ. του (ανώμ.) ουσ. Cassiope, Cassiopes (θηλ. α’ κλ.) = η Κασσιόπη. [Ονομαστική, κλητική και αφαιρετική ενικ.: Cassiope. Γενική ενικ.:  Cassiopes. Αιτιατική ενικ.: Cassiopen. Δεν έχει πληθ.]
Cepheus
Cepheus: ονομαστική ενικ. του (ανώμ.) ουσιαστικού Cepheus, Cephei / Cepheos (αρσ. β’ κλ.) = ο Κηφέας. [Γενική ενικ: Cephei & Cepheos. Αιτιατική ενικ.: Cepheum & Cephea. Κλητική ενικ.: Cepheu. Δεν έχει πληθ.]
comparat
comparat: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. comparo, comparavi, comparatum, comparare  = συγκρίνω.
cum
cum: πρόθεση (+ αφαιρετική) = με.
delet
delet: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. deleo, delevi, deletum, delere (2) = καταστρέφω, σκοτώνω.
deo
deo: δοτική ενικ. του ουσ. deus, dei (αρσ. β’ κλ.) = ο θεός. [Κλητική ενικ.: deus, dive (& dee). Ονομαστική και κλητική πληθ. dei, dii & di. Δοτική και αφαιρετική πληθ. deis, diis & dis. Γενική πληθ. deorum & deum.]
et
et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
filiam
filiam: αιτιατική ενικ. του ουσ. filia, filiae (θηλ. α’ κλ.) = η κόρη. [Δοτική και αφαιρετική πληθ.: filiis & filiabus.]
forma
forma: αφαιρετική ενικ. του ουσ. forma, formae (θηλ. α’ κλ.) = η ομορφιά.
gaudent
gaudent: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. gaudeo, gavisus sum, gaudere (2, ημιαποθ.) = χαίρομαι.
habent
habent: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. habeo, habui, habitum, habere (2) = έχω.
hasta
hasta: αφαιρετική ενικ. του ουσ. hasta, hastae (θηλ. α’ κλ.) = το δόρυ.
hostia
hostia: ονομαστική ενικ. του ουσ. hostia, hostiae (θηλ. α’ κλ.) = το σφάγιο.
incolae
incolae: ονομαστική πληθ. του ουσ. incola, incolae (αρσ. α’ κλ.) = ο κάτοικος.
incolis
incolis: δοτική πληθ. του ουσ. incola, incolae (αρσ. α’ κλ.) = ο, η κάτοικος.
iratus
iratus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φωνής του ρήμ. irascor, iratus sum, irasci (3, αποθ.) = οργίζομαι. Ο παρακείμενος συνήθως αναπληρώνεται από τον παρακείμενο suscensui του suscenseo (βλ. σχολ. γραμματική, σελ. 134).  
liberat
liberat: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. libero, liberavi, liberatum, liberare  = ελευθερώνω.
marinam
marinam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. β’ της κλ. marinus, –a, –um = θαλάσσιος.
movet
movet: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. moveo, movi, motum, movere (2) = κινώ.
Neptunus
Neptunus: ονομαστική ενικ. του ουσιαστικού Neptunus, Neptuni (αρσ. β’ κλ.) = ο Ποσειδώνας. [Δεν έχει πληθ.]
nocet
nocet: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. noceo, nocui, nocitum, nocere (2) [+ δοτική] = βλάπτω.
Nymphis
Nymphis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. Nympha /-e, Nymphae / –es (θηλ. α’ κλ.) = η Νύμφη. [Ονομαστική, κλητική και αφαιρετική ενικ.: Nympha & Nymphe. Γενική ενικ.: Nymphae & Nymphes. Αιτιατική ενικ.: Nympham & Nymphen. Στον πληθ. κλίνεται ομαλά κατά την α’ κλ.]
oraculum
oraculum: ονομαστική ενικ. του ουσ. oraculum, oraculi (ουδ. β’ κλ.) = το μαντείο.
oram
oram: αιτιατική ενικ. του ουσ. ora, orae (θηλ. α’ κλ.) = η ακτή.
pennatis
pennatis: αφαιρετική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. pennatus, –a, –um = φτερωτός.
Perseus
Perseus: ονομαστική ενικ. του (ανώμ.) ουσιαστικού Perseus, Persei / Perseos (αρσ. β’ κλ.) = ο Περσέας. [Γενική ενικ.: Persei & Perseos. Αιτιατική ενικ.: Perseum & Persea. [Δεν έχει πληθ.]
placet
placet: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. placeo, placui, placitum, placere (2) [+ δοτική] = αρέσω.
puellae
puellae: γενική ενικ. του ουσ. puella, puellae (θηλ. α’ κλ.) = η κοπέλα.
puellam
puellam: αιτιατική ενικ. του ουσ. puella, puellae (θηλ. α’ κλ.) = η κοπέλα.
quae
quae: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
regia
regia: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. regius, –a, –um = βασιλικός. [ΣΥΓΚΡ.: magis regius, -a, -um. ΥΠΕΡΘ.: maxime regius, -a, -um.]
repente
repente: τροπικό επίρρ. = ξαφνικά. [Προέρχεται από το επίθ. της γ’ κλ. repens, repens, repens (γενική: repentis) = απροσδόκητος, αιφνίδιος.]
respondet
respondet: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. respondeo, respondi, responsum, respondere (2) = απαντώ.
scopulum
scopulum: αιτιατική ενικ. του ουσιαστικού scopulus, scopuli (αρσ. β’ κλ.) = ο βράχος.
se
se: αιτιατική ενικ., του γ’ προσ. της προσωπικής αντων.
stupet
stupet: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. stupeo, stupui, –, stupere (2) = θαμπώνομαι.
sua
sua: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, της κτητικής αντων. γ’ προσώπου για έναν κτήτορα suus, sua, suum = ο δικός του / της, η δική του / της, το δικό του / της.
superba
superba: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. superbus, –a, –um = περήφανος.
tum
tum: χρονικό επίρρ. = τότε.
urget
urget: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. urgeo, ursi, –, urgere (2) = στέλνω, σπρώχνω.
valde
valde: ποσοτικό επίρρ. = πάρα πολύ. [Valde και valide: προέρχεται από το επίθ. της β’ κλ. validus, –a, –um = δυνατός, ισχυρός.]
videt
videt: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. video, vidi, visum, videre (2) = βλέπω.