Apud antīquos Rōmānos concordia maxima sed avaritiaminima erat*. Rōmāni in suppliciis deōrum magnifici sed domi parci erant.Iustitiā inter se certābant et patriam curābant. In bello pericula audaciā propulsābant et beneficiis amicitias parābant. Delecti consultābant patriae; eis corpus ex annis infirmum sed ingenium propter sapientiam validumerat.

Στους αρχαίους Ρωμαίους υπήρχε πάρα πολύ μεγάλη ομόνοια, αλλά πάρα πολύ μικρή πλεονεξία. Οι Ρωμαίοι ήταν γενναιόδωροι στη λατρεία των θεών, αλλά οικονόμοι στην ιδιωτική τους ζωή. Συναγωνίζονταν μεταξύ τους στη δικαιοσύνη και φρόντιζαν την πατρίδα. Στον πόλεμο απωθούσαν τους κινδύνους με την τόλμη (τους) και αποκτούσαν συμμαχίες με ευεργεσίες. Εκλεγμένοι άνδρες φρόντιζαν την πατρίδα· σε αυτούς το σώμα ήταν αδύναμο από τα χρόνια, αλλά το πνεύμα (ήταν) δυνατό εξαιτίας της σοφίας (τους).

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

amicitias
amicitias: αιτιατική πληθ. του ουσ. amicitia, amicitiae (θηλ. α΄ κλ.) = η φιλία· εδώ: = η συμμαχία.
annis
annis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. annus, anni (αρσ. β΄ κλ.) = ο χρόνος, το έτος.
antiquos
antiquos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. antiquus, –a, –um = αρχαίος.
apud
apud: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, δίπλα σε.
audacia
audacia: αφαιρετική ενικ. του ουσ. audacia, audaciae (θηλ. α΄ κλ.) = η τόλμη.
avaritia
avaritia: ονομαστική ενικ. του ουσ. avaritia, avaritiae (θηλ. α΄ κλ.) = η πλεονεξία. [Ως αφηρημένη έννοια στον πληθ. το ουσ. δεν είναι εύχρηστο και παίρνει τη σημασία «τα είδη της πλεονεξίας».]
bello
bello: αφαιρετική ενικ. του ουσ. bellum, belli (ουδ. β΄ κλ.) = ο πόλεμος.
beneficiis
beneficiis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. beneficium, beneficii / benefici (ουδ. β΄ κλ.) = η ευεργεσία.
certabant
certabant: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. certo, certavi, certatum, certare (1) = συναγωνίζομαι.
concordia
concordia: ονομαστική ενικ. του ουσ. concordia, concordiae (θηλ. α΄ κλ.) = η ομόνοια. [Ως αφηρημένη έννοια στον πληθ. το ουσ. δεν είναι εύχρηστο.]
consultabant
consultabant: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. consulto, consultavi, consultatum, consultare (1) (+ δοτική προσωπική χαριστική) = φροντίζω για.
corpus
corpus: ονομαστική ενικ. του ουσ. corpus, corporis (ουδ. γ΄ κλ.) = το σώμα.
curabant
curabant: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. curo, curavi, curatum, curare (1) = φροντίζω.
delecti
delecti: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της μτχ. παρακειμένου παθητ. φων. Του ρήμ. deligo, delegi, delectum, deligere (3) = εκλέγω.
deorum
deorum: γενική πληθ. του ουσ. deus, dei (αρσ. β΄ κλ.) = ο θεός.
domi
domi: γενική ενικ. του ουσ. domus, domus (θηλ. δ΄ κλ.) = το σπίτι· εδώ: η ιδιωτική ζωή. parci: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. parcus, –a, –um =φειδωλός.
eis
eis: δοτική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
erant
erant: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
erat
erat: γ΄ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
erat*
erat*: γ΄ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι· εδώ: υπάρχω.
ex
ex: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.
in
in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.
infirmum
infirmum: ονομαστική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. infirmus, –a, –um = αδύναμος.
ingenium
ingenium: ονομαστική ενικ. του ουσ. ingenium, ingenii / ingeni (ουδ. β΄ κλ.) = το πνεύμα.
inter
inter: πρόθεση (+ αιτιατική) = ανάμεσα σε, μεταξύ.
iustitia
iustitia: αφαιρετική ενικ. του ουσ. iustitia, iustitiae (θηλ. α΄ κλ.) = η δικαιοσύνη.
magnifici
magnifici: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. magnificus, –a, –um = γενναιόδωρος. ΣΥΓΚΡ.: magnificentior, -ior, -ius. ΥΠΕΡΘ.: magnificentissimus, -a, um.]
maxima
maxima: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. maximus, –a, –um = πάρα πολύ μεγάλος, μέγιστος. [Είναι υπερθετικός βαθμός του επιθ. της β΄ κλ. magnus, –a, –um = μεγάλος. ΣΥΓΚΡ.: maior, maior, maius.]
minima
minima: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. minimus, –a, –um = ελάχιστος. [Είναι υπερθετικός βαθμός του επιθ. της β΄ κλ. parvus, –a, –um = μικρός. ΣΥΓΚΡ.: minor, minor, minus.]
parabant
parabant: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. paro, paravi, paratum, parare (1) = ετοιμάζω, ετοιμάζομαι· εδώ = αποκτώ.
patriae
patriae: δοτική ενικ. του ουσ. patria, patriae (θηλ. α΄ κλ.) = η πατρίδα.
patriam
patriam: αιτιατική ενικ. του ουσ. patria, patriae (θηλ. α΄ κλ.) = η πατρίδα.
pericula
pericula: αιτιατική πληθ. του ουσ. periculum, periculi (ουδ. β΄ κλ.) = ο κίνδυνος.
propter
propter: πρόθεση (+ αιτιατική) = εξαιτίας.
propulsabant
propulsabant: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. propulso, propulsavi, propulsatum, propulsare (1) = απωθώ.
Romani
Romani: ονομαστική πληθ. του ουσ. Romanus, Romani (αρσ. β΄ κλ.) = ο Ρωμαίος.
Romanos
Romanos: αιτιατική πληθ. του ουσ. Romanus, Romani (αρσ. β΄ κλ.) = ο Ρωμαίος.
sapientiam
sapientiam: αιτιατική ενικ. του ουσ. sapientia, sapientiae (θηλ. α΄ κλ.) = η σοφία.
se
se: αιτιατική ενικ. του γ΄ προσ. της προσωπικής αντων.
sed
sed: αντιθετικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = αλλά.
suppliciis
suppliciis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. supplicia, suppliciorum (ουδ. β΄ κλ.) = η λατρεία. [Ενικ.: supplicium, supplicii / supplici = τιμωρία (ετερόσημο).]
validum
validum: ονομαστική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. validus, –a, –um = δυνατός, ισχυρός.